Anonymous

παρασοβέω: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παρασοβέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[τρομάζω]] πουλιά· αμτβ., [[προχωρώ]] [[αργά]] από δίπλα και με [[αλαζονεία]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''παρασοβέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[τρομάζω]] πουλιά· αμτβ., [[προχωρώ]] [[αργά]] από δίπλα και με [[αλαζονεία]], σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''παρασοβέω:''' <b class="num">1)</b> вспугивать (τοὺς ὄρνιθας Arst. - v. l. [[κατασοβέω]]);<br /><b class="num">2)</b> гордо проходить мимо ([[παρά]] τι Plut.).
}}
}}