παρασοβέω
From LSJ
English (LSJ)
A scare away birds, Arist.Mir.841b22, as v.l. for κατασοβέω.
II intr., stalk haughtily past, Plu.Cat.Ma.24.
German (Pape)
[Seite 499] daneben, an der Seite aufjagen, Arist. mirab. 118; stolz vorbeigehen, Plut. Cat. 24.
French (Bailly abrégé)
παρασοβῶ :
passer dédaigneusement devant.
Étymologie: παρά, σοβέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρα-σοβέω trots voorbijgaan.
Russian (Dvoretsky)
παρασοβέω:
1 вспугивать (τοὺς ὄρνιθας Arst. - v.l. κατασοβέω);
2 гордо проходить мимо (παρά τι Plut.).
Greek Monotonic
παρασοβέω: μέλ. -ήσω, τρομάζω πουλιά· αμτβ., προχωρώ αργά από δίπλα και με αλαζονεία, σε Πλούτ.
Greek (Liddell-Scott)
παρασοβέω: ἀποδιώκω πτηνά, Ἀριστοτέλ. π. Θαυμασ. 118. 2 (διάφ. γραφ. κατασοβ-). ΙΙ. ἀμετάβ., ὑπερηφάνως παρέρχομαι, Πλουτ. Μᾶρκος Κάτων 24.
Middle Liddell
fut. ήσω
to scare away birds: intr. to stalk haughtily past, Plut.