Anonymous

προσγελάω: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προσγελάω:''' μέλ. -άσομαι [ᾰ],<br /><b class="num">1.</b> [[κοιτάζω]] κάποιον γελώντας, <i>τινά</i>, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.· με σύστ. αιτ., προσγελᾶτε τὸν πανύστατον [[γέλων]], δώσε το τελευταίο [[σου]] [[χαμόγελο]] σε μένα, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., όπως το Λατ. [[arrideo]], [[ευφραίνω]], [[τέρπω]], <i>ὀσμὴ βροτείων αἱμάτων με προσγελᾷ</i>, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''προσγελάω:''' μέλ. -άσομαι [ᾰ],<br /><b class="num">1.</b> [[κοιτάζω]] κάποιον γελώντας, <i>τινά</i>, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.· με σύστ. αιτ., προσγελᾶτε τὸν πανύστατον [[γέλων]], δώσε το τελευταίο [[σου]] [[χαμόγελο]] σε μένα, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., όπως το Λατ. [[arrideo]], [[ευφραίνω]], [[τέρπω]], <i>ὀσμὴ βροτείων αἱμάτων με προσγελᾷ</i>, σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''προσγελάω:''' (fut. προσγελάσομαι) улыбаться (τινα Eur., Her., Arph. и τινι Arph., Arst., Plut.): π. τὸν [[πανύστατον]] [[γέλων]] Eur. улыбаться последней улыбкой; [[ὀσμή]] τινος προσγελᾷ με Aesch. я чувствую какой-то запах.
}}
}}