Anonymous

προσγελάω: Difference between revisions

From LSJ
6
(Bailly1_4)
(6)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> προσγελάσομαι;<br />sourire à, acc..<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[γελάω]].
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> προσγελάσομαι;<br />sourire à, acc..<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[γελάω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''προσγελάω:''' μέλ. -άσομαι [ᾰ],<br /><b class="num">1.</b> [[κοιτάζω]] κάποιον γελώντας, <i>τινά</i>, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.· με σύστ. αιτ., προσγελᾶτε τὸν πανύστατον [[γέλων]], δώσε το τελευταίο [[σου]] [[χαμόγελο]] σε μένα, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., όπως το Λατ. [[arrideo]], [[ευφραίνω]], [[τέρπω]], <i>ὀσμὴ βροτείων αἱμάτων με προσγελᾷ</i>, σε Αισχύλ.
}}
}}