Anonymous

σαγηνεύω: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σᾰγηνεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[πιάνω]] ψάρια με αλιευτικό μεγάλο [[δίχτυ]] ([[σαγήνη]]), [[ψαρεύω]], σε Λουκ.<br /><b class="num">II.</b> [[σαρώνω]], όπως αν χρησιμοποιούσα αλιευτικό [[δίχτυ]], δηλ. [[καταδιώκω]] σχηματίζοντας στρατιωτική [[παράταξη]], [[εκδιώκω]] τον πληθυσμό από την [[έκταση]] μιας χώρας πορευόμενος [[εναντίον]] της, πρακτική των Περσών, σε Ηρόδ. κ.λπ. — Παθ., <i>σαγηνευθεὶς ὑπ' ἔρωτι</i>, σε Ανθ.
|lsmtext='''σᾰγηνεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[πιάνω]] ψάρια με αλιευτικό μεγάλο [[δίχτυ]] ([[σαγήνη]]), [[ψαρεύω]], σε Λουκ.<br /><b class="num">II.</b> [[σαρώνω]], όπως αν χρησιμοποιούσα αλιευτικό [[δίχτυ]], δηλ. [[καταδιώκω]] σχηματίζοντας στρατιωτική [[παράταξη]], [[εκδιώκω]] τον πληθυσμό από την [[έκταση]] μιας χώρας πορευόμενος [[εναντίον]] της, πρακτική των Περσών, σε Ηρόδ. κ.λπ. — Παθ., <i>σαγηνευθεὶς ὑπ' ἔρωτι</i>, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''σᾰγηνεύω:''' <b class="num">1)</b> ловить сетью Luc.;<br /><b class="num">2)</b> уловлять словно сетью, опутывать (σαγηνευθεὶς ὑπ᾽ ἔρωτι Anth.);<br /><b class="num">3)</b> воен. оцеплять, окружать, брать в кольцо (ἀνθρώπους, Σάμον Her.; πᾶσαν τὴν Ἐρετρικήν Plat.).
}}
}}