3,277,206
edits
(6) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''σᾰγηνεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[πιάνω]] ψάρια με αλιευτικό μεγάλο [[δίχτυ]] ([[σαγήνη]]), [[ψαρεύω]], σε Λουκ.<br /><b class="num">II.</b> [[σαρώνω]], όπως αν χρησιμοποιούσα αλιευτικό [[δίχτυ]], δηλ. [[καταδιώκω]] σχηματίζοντας στρατιωτική [[παράταξη]], [[εκδιώκω]] τον πληθυσμό από την [[έκταση]] μιας χώρας πορευόμενος [[εναντίον]] της, πρακτική των Περσών, σε Ηρόδ. κ.λπ. — Παθ., <i>σαγηνευθεὶς ὑπ' ἔρωτι</i>, σε Ανθ. | |lsmtext='''σᾰγηνεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[πιάνω]] ψάρια με αλιευτικό μεγάλο [[δίχτυ]] ([[σαγήνη]]), [[ψαρεύω]], σε Λουκ.<br /><b class="num">II.</b> [[σαρώνω]], όπως αν χρησιμοποιούσα αλιευτικό [[δίχτυ]], δηλ. [[καταδιώκω]] σχηματίζοντας στρατιωτική [[παράταξη]], [[εκδιώκω]] τον πληθυσμό από την [[έκταση]] μιας χώρας πορευόμενος [[εναντίον]] της, πρακτική των Περσών, σε Ηρόδ. κ.λπ. — Παθ., <i>σαγηνευθεὶς ὑπ' ἔρωτι</i>, σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σᾰγηνεύω:''' <b class="num">1)</b> ловить сетью Luc.;<br /><b class="num">2)</b> уловлять словно сетью, опутывать (σαγηνευθεὶς ὑπ᾽ ἔρωτι Anth.);<br /><b class="num">3)</b> воен. оцеплять, окружать, брать в кольцо (ἀνθρώπους, Σάμον Her.; πᾶσαν τὴν Ἐρετρικήν Plat.). | |||
}} | }} |