Anonymous

προϋποβάλλω: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προϋποβάλλω:''' μέλ. <i>-βᾰλῶ</i>, [[υποβάλλω]] ως [[θεμέλιο]] — Παθ., ετοιμάζομαι ως υλικό, σε Λουκ.
|lsmtext='''προϋποβάλλω:''' μέλ. <i>-βᾰλῶ</i>, [[υποβάλλω]] ως [[θεμέλιο]] — Παθ., ετοιμάζομαι ως υλικό, σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''προϋποβάλλω:''' <b class="num">1)</b> досл. подбрасывать, перен. доставлять: [[ὕλη]] προϋποβέβλητο Ἀθηναίων πεπορισμένων Luc. материал был доставлен афинскими поставщиками;<br /><b class="num">2)</b> med., подкладывать или подстилать себе (τὰ στερεὰ [[κάρφη]] Plut.).
}}
}}