προϋποβάλλω

From LSJ

οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προϋποβάλλω Medium diacritics: προϋποβάλλω Low diacritics: προϋποβάλλω Capitals: ΠΡΟΫΠΟΒΑΛΛΩ
Transliteration A: proüpobállō Transliteration B: proupoballō Transliteration C: proypovallo Beta Code: prou+poba/llw

English (LSJ)

put under first, Gal.11.138,18(2).568:—Med., put under as a foundation, Plu.2.966d, Them.in de An.49.6, al.:—Pass., to be prepared as material or be ready as material, Luc.Hist.Conscr.51.

German (Pape)

[Seite 795] (s. βάλλω), vorher unterlegen, als Grundlage; Themist.; Luc. hist. conscrib. 51; auch med., Plut. sol. an. 10.

French (Bailly abrégé)

jeter d'abord comme fondement ; Pass. être d'abord posé comme fondement;
Moy. προϋποβάλλομαι jeter d'abord comme fondement pour soi.
Étymologie: πρό, ὑποβάλλω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-ϋποβάλλω eerst onder... leggen, ter beschikking stellen: perf. pass.. ἡ (ὕλη) ὑπῆρχε και προϋπεβέβλητο het materiaal was aanwezig en stond hun ter beschikking Luc. 59.50.

Russian (Dvoretsky)

προϋποβάλλω:
1 досл. подбрасывать, перен. доставлять: ὕλη προϋποβέβλητο Ἀθηναίων πεπορισμένων Luc. материал был доставлен афинскими поставщиками;
2 med., подкладывать или подстилать себе (τὰ στερεὰ κάρφη Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

προϋποβάλλω: ὑποβάλλω ὡς θεμέλιον, Πλούτ. 2. 966D, ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ. ― Παθητ., παρασκευάζομαι, ἑτοιμάζομαι ὡς ὑλικὸν πρὸς συγγραφήν, Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 51.

Greek Monolingual

ΝΜΑ
υποβάλλω προηγουμένως κάτι
αρχ.
1. μέσ. προϋποβάλλομαι
τοποθετώ προηγουμένως κάτι ως βάση, ως θεμέλιο («αἱ χελιδόνες πρὸ τῆς τεκνοποιΐας... στερεὰ κάρφη προϋποβάλλονται», Πλούτ.)
2. παθ. προετοιμάζομαι ως υλικό («ἡ μὲν (ἱστορία) προϋπῆρχε καὶ προϋπεβέβλητο», Λουκ.).

Greek Monotonic

προϋποβάλλω: μέλ. -βᾰλῶ, υποβάλλω ως θεμέλιο — Παθ., ετοιμάζομαι ως υλικό, σε Λουκ.