Anonymous

στροφαλίζω: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''στροφᾰλίζω:''' θαμιστικό του [[στρέφω]], ἠλακάτα [[στροφαλίζω]], [[στρέφω]] την άτρακτο, δηλ. τη [[ρόκα]], [[γνέθω]], [[κλώθω]], σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''στροφᾰλίζω:''' θαμιστικό του [[στρέφω]], ἠλακάτα [[στροφαλίζω]], [[στρέφω]] την άτρακτο, δηλ. τη [[ρόκα]], [[γνέθω]], [[κλώθω]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''στροφᾰλίζω:''' вращать, кружить: σ. [[ἠλάκατα]] Hom. вращать веретено, т. е. прясть; σ. φόβην Anth. трясти гривой.
}}
}}