στροφαλίζω

English (LSJ)

lengthened form of στρέφω, ἠλάκατα σ. twist the wool, i.e. spin, Od.18.315; φόβην AP6.218.8 (Alc.).

German (Pape)

[Seite 956] verlängerte Form von στρέφω, oft, viel drehen, ἠλάκατα, die Spindel drehen, spinnen, Od. 18, 315; στροφάλιξε φόβην, vom Löwen, Alcaeus 8 (VI, 218).

French (Bailly abrégé)

ao. ἐστροφάλισα;
faire tourner, acc..
Étymologie: στροφάλιγξ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στροφαλίζω [στροφάλιγξ] steeds draaien, spinnen. Od. 18.315. in het rond schudden. φόβην zijn manen (van een leeuw) AP 6.218.8.

Russian (Dvoretsky)

στροφᾰλίζω: вращать, кружить: σ. ἠλάκατα Hom. вращать веретено, т. е. прясть; σ. φόβην Anth. трясти гривой.

Greek Monolingual

Α στροφάλιγξ
1. στρέφω κάτι συνεχώς ή στρέφω κάτι πολύ, το στριφογυρίζω ολοένα ή γρήγορα
2. φρ. «στροφαλίζω ἠλακάτην» — γυρίζω το αδράχτι, κλώθω (Ομ. Οδ.).

Greek Monotonic

στροφᾰλίζω: θαμιστικό του στρέφω, ἠλακάτα στροφαλίζω, στρέφω την άτρακτο, δηλ. τη ρόκα, γνέθω, κλώθω, σε Ομήρ. Οδ.

Greek (Liddell-Scott)

στροφᾰλίζω: ἐκτεταμένος τύπος τοῦ στρέφω, ἠλάκατα στρ., στρέφω τὴν ἄτρακτον, κλώθω, νήθω, Ὀδ. Σ. 315· πρβλ. Ἀνθ. Π. 6. 218, Ἡσύχ.

Middle Liddell

στροφᾰλίζω,
ἠλάκατα στρ. to turn the spindle, Od. [Frequent. of στρέφω