Anonymous

βέλτιστος: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''βέλτιστος:''' -η, -ον, Δωρ. βεντ-, υπερθ. του [[ἀγαθός]], [[καλύτερος]], σε Αριστοφ., Πλάτ., κ.λπ.· <i>ὦ βέλτιστε</i> ή <i>βέλτιστε</i>, [[ένας]] [[κοινός]] [[τρόπος]] προσφώνησης, [[καλέ]] μου φίλε, «αδελφέ», σε Αριστοφ. κ.λπ.· <i>τὸ βέλτιστον</i>, το καλύτερο, ό,τι καλύτερο, σε Αισχύλ., Πλάτ.· <i>οἱ βέλτιστοι</i> ή <i>τὸ βέλτιστον</i>, [[αριστοκρατία]], Λατ. optimates, σε Ξεν. (πρβλ. [[βέλτερος]]).
|lsmtext='''βέλτιστος:''' -η, -ον, Δωρ. βεντ-, υπερθ. του [[ἀγαθός]], [[καλύτερος]], σε Αριστοφ., Πλάτ., κ.λπ.· <i>ὦ βέλτιστε</i> ή <i>βέλτιστε</i>, [[ένας]] [[κοινός]] [[τρόπος]] προσφώνησης, [[καλέ]] μου φίλε, «αδελφέ», σε Αριστοφ. κ.λπ.· <i>τὸ βέλτιστον</i>, το καλύτερο, ό,τι καλύτερο, σε Αισχύλ., Πλάτ.· <i>οἱ βέλτιστοι</i> ή <i>τὸ βέλτιστον</i>, [[αριστοκρατία]], Λατ. optimates, σε Ξεν. (πρβλ. [[βέλτερος]]).
}}
{{elru
|elrutext='''βέλτιστος:''' дор. Theocr. [[βέντιστος]] 3 superl. к [[ἀγαθός]].
}}
}}