βέλτιστος

From LSJ

ταράσσει τοὺς ἀνθρώπους οὐ τὰ πράγματα, ἀλλὰ τὰ περὶ τῶν πραγμάτων δόγματα → what disturbs people is not what happens, but their view of what happens | it is not the things themselves that disturb men, but their judgements about these things

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βέλτιστος Medium diacritics: βέλτιστος Low diacritics: βέλτιστος Capitals: ΒΕΛΤΙΣΤΟΣ
Transliteration A: béltistos Transliteration B: beltistos Transliteration C: veltistos Beta Code: be/ltistos

English (LSJ)

η, ον, Dor. βέντιστος, Sup. of ἀγαθός, best, most excellent, βέλτιστος ἀνὴρ γενενῆσθαι περὶ τὸν δῆμον Ar.Eq. 765; ὦ βέλτιστε or βέλτιστε, a common mode of address, my dear friend, Id.Pl.1172, Antiph.289, Pl.R.337e, etc.; ὦ βέλτιστε σύ Eub.106; ὦ βέλτιστε ἀνδρῶν Pl.Grg.515a; ὦ ἄριστε καὶ βέλτιστε Id.Lg.902a; βέντισθ' οὗτος Theoc.5.76; ὑπὲρ τὸ βέλτιστον A.Ag.378; οἱ βέλτιστοι or τὸ βέλτιστον the aristocracy, X. HG5.2.6, Cyr.8.1.16, Ath.1.5, etc.; τὸ βέλτιστον, in Philos., the highest good, Pl.Phd.99a, 99b, Epict.Ench.51, etc.; τὰ βέλτιστα βουλεύειν Th.4.68; οὐκ ἀπὸ τοῦ βελτίστου ἀναστρέφεσθαι SIG593.7(ii B. C.), PTeb.282.8 (ii A. D.). Adv. βέλτιστα = excellently X.Oec.7.29, etc.; βελτίστως = very well Simp. in Cael.419.25.

Spanish (DGE)

-η, -ον
• Alolema(s): dór. βέντιστος Theoc.5.76
sup. de ἀγαθός q.u.
I de pers.
1 buenísimo, bonísimo, el mejor desde el punto de vista:
a) del valor guerrero οὗτοι βέλτιστοι ... ἄνδρες ἐν τῷ πολέμῳ τῷδε Th.3.98, βέλτιστοι τῶν στρατηγῶν Hell.Oxy.13.1
subst. οἱ βέλτιστοι = las tropas mejores X.Cyr.1.4.17, cf. Th.4.73;
b) de una habilidad o capacidad buenísimo, óptimo, muy capaz β. λογοδαίδαλος Pl.Phdr.266e, περὶ παιδείας β. X.Ap.21, περὶ τὸν δῆμον Ar.Eq.765, τοὺς ... ἔχοντας τὰ χρήματα καὶ ἄρχειν ἄριστα βελτίστους Th.6.39.
2 desde el punto de vista familiar, amistoso buenísimo, honradísimo en exclamation y voc. τέκος E.Fr.673, πατήρ Pl.Smp.214b, 192a, ἴσθι ἀνδρῶν βέλτιστον ὄντα E.Ep.2.21, cf. X.Cyr.1.2.5
esp. como fórmula de cortesía (a veces irón.) ὁ β. Πρόδικος el bueno de Pródico Pl.Smp.177b
esp. en voc. buen amigo, buen ὦ βέλτιστε Eub.105, βέντισθ' οὗτος Theoc.l.c., ὦ βέλτιστε ἀνδρῶν Pl.Plt.263a, abs. ὦ βέλτιστε Ar.Pl.1172, cf. Antiph.282, Pl.R.337e, Grg.461e, ὦ ἄριστε καὶ βέλτιστε Pl.Lg.902a, Aesop.116.3, 154.3.
3 sólo subst., desde el punto de vista social οἱ βέλτιστοι = los más distinguidos esp. los aristócratas en op. al δῆμος X.HG 5.2.6, cf. 4.4.1, Ath.1.5, Plb.22.4.3, οἱ βέλτιστοι τῶν πολιτῶν identificados con καλοὶ κἀγαθοί X.HG 2.3.19
en la corte persa la élite que rodea al rey, X.Cyr.8.1.16.
II de cosas y abstr.
1 de máxima calidad, buenísimo τριήρεις Th.2.24, οἶνος SB 9860b.6, e.14 (III d.C.)
de abstr. más excelente βίος X.Mem.3.2.3, ποιμενική Pl.R.345d, cf. 404b, λόγος Pl.Cri.46b, R.607a
desde el punto de vista filosófico ψυχαί Pl.Grg.503a
subst. τὸ βέλτιστον = el sumo bien Pl.Phd.99a, b, Epict.Ench.51.
2 desde el punto de vista político, moral o cívico τὸ βέλτιστον = lo mejor ὑπὲρ τὸ βέλτιστον A.A.378, χρῆσθαι τοῖσι βελτίστοις ἀεί E.IA 503, cf. Fr.1054, τὰ βέλτιστα βουλεύειν Th.4.68, λέγειν Th.3.43, οὐκ ἀπὸ τοῦ βελτίστου ... ἀναστρέφεσθαι IG 9(2).338.7, cf. PTeb.282.8 (ambos II a.C.), D.H.3.5, 26, κατὰ τὸ βέλτιστον Plb.24.10.4
neutr. plu. como adv. βέλτιστα X.Oec.7.29, Vett.Val.230.9.
III adv. βελτίστως = del mejor modo, mejor εἰδέναι Plb.4.86.6, cf. Simp.in Cael.419.25.

German (Pape)

[Seite 442] superl. zu ἀγαθός, der trefflichste, beste; häufig ὦ βέλτιστε, Plat. u. Ar. aus der Umgangssprache, ironisch; τὸ βέλτιστον, das Beste, sowohl das moralisch Gute, als das Nützliche, Zuträglichste, ὠφέλιμον erklärt, Plat. Alc. II, 145 c; βέλτιστα, aufs beste, Plat. u. Folgde; ἀπὸ τοῦ βελτίστου Dion. Hal. 1, 76. Bei Xen. Ath. 1, 5. 3, 10 stehen οἱ βέλτιστοι u. τὸ βέλτιστον, optimates, dem δῆμος entgegen.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
Sp. de ἀγαθός, très bon, excellent, le meilleur ; οἱ βέλτιστοι XÉN les grands ; τὸ βέλτιστον PLAT le mieux possible, le mieux en soi t. de philos. ; souv. dans le dialogue βέλτιστε, ô mon excellent ami !.
Étymologie: cf. βελτίων.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βέλτιστος -η -ον, Dor. βέντιστος, poët. ook βέλτατος [~ βέλτερος, βελτίων superl. bij ἀγαθός; beste
1. van personen beste, geschiktste, (meest) juiste:; κρίνασα δ’ ἀστῶν τῶν ἐμῶν τὰ βέλτατα wanneer ik het beste deel van mijn burgers heb uitgekozen Aeschl. Eum. 487; met inf..; ἄρχειν ἄριστα βελτίστους het geschiktst om op de beste manier te regeren Thuc. 6.39.1; vaak in aanspreekvorm; ὦ βέλτιστε (mijn) beste (man) Aristoph. Ve. 387; met gen. partit..; ὦ ξένων βέλτιστε allerbeste vreemdeling Aristoph. Ach. 948; subst. οἱ βέλτιστοι de voornaamsten, de aristocraten:. στασιασάντων... τῶν τε βελτίστων καὶ τοῦ δήμου omdat de aristocraten en het volk ruzie hadden gekregen Xen. Hell. 7.3.4.
2. van zaken beste:; τὴν δοκοῦσάν μοι βελτίστην γνώμην εἶναι wat mij de beste optie leek te zijn Thuc. 4.59.1; ook onpers. βέλτιστον (ἐστί) + inf. het is het beste om:. ἡσυχίαν... ἄγειν βέλτιστόν ἐστιν het is het beste om kalm te blijven Aristoph. Ran. 355.

Russian (Dvoretsky)

βέλτιστος: дор. Theocr. βέντιστος 3 superl. к ἀγαθός.

Greek Monolingual

-η, -ον βέλτιστος, -η, -ον (AM)
(υπερθ. του αγαθός) άριστος, ικανότατος
αρχ.
1. (η κλητ. ως προσφώνηση φιλική ή ειρωνική) ὦ βέλτιστε
αγαπητέ, φίλε μου
2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ βέλτιστοι
οι αριστοκρατικοί
3. το ουδ. εν. ως ουσ. τὸ βέλτιστον
α) η αριστοκρατική τάξη
β) το απόλυτο αγαθό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. βέλτερος.

Greek Monotonic

βέλτιστος: -η, -ον, Δωρ. βεντ-, υπερθ. του ἀγαθός, καλύτερος, σε Αριστοφ., Πλάτ., κ.λπ.· ὦ βέλτιστε ή βέλτιστε, ένας κοινός τρόπος προσφώνησης, καλέ μου φίλε, «αδελφέ», σε Αριστοφ. κ.λπ.· τὸ βέλτιστον, το καλύτερο, ό,τι καλύτερο, σε Αισχύλ., Πλάτ.· οἱ βέλτιστοι ή τὸ βέλτιστον, αριστοκρατία, Λατ. optimates, σε Ξεν. (πρβλ. βέλτερος).

Greek (Liddell-Scott)

βέλτιστος: -η, -ον, Δωρ. βέντ-, ὑπερθ. τοῦ ἀγαθός, Ἀριστοφ. Ἱππ. 765, Πλάτ., κτλ.· β. γενενῆσθαι περί τινα, ἔχω ὑπηρετήσει αὐτὸν ἐξόχως, ἔχω βοηθήσει, Ἀριστοφ. Ἱππ. 765· - ὦ βέλτιστε ἢ βέλτιστε, κοινὸς τρόπος προσφωνήσεως, φίλε μου, «ἀδελφέ», Ἀριστοφ. Πλ. 1172, Ἀντιφ. ἐν Ἀδήλ. 42, Πλάτ., κτλ.· - ὦ βέλτιστε σὺ Εὔβουλ. Σφιγγ. 3· ὦ β. ἀνδρῶν Πλάτ. Γοργ. 515Α, κτλ.· βέντισθ’ οὗτος Θεόκρ. 5.76· - ὑπὲρ τὸ βέλτιστον Αἰσχύλ. Ἀγ. 378· - οἱ βέλτιστοι ἢ τὸ βέλτιστον, οἱ ἄριστοι, ἡ ἀριστοκρατία, Λατ. optimates, (ὡς τό οἱ ἀγαθοί, κτλ.), Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 6, Κύρ. 8. 1, 16, Ἀθην. Πολ. 1. 5, κτλ.· - τὸ βέλτιστον, ἐν τῇ φιλοσοφίᾳ, τὸ ἀπόλυτον ἀγαθόν, τὸ ἀπολύτως ἄριστον, Πλάτ. Φαίδων. 99Α, Β, κτλ.

Middle Liddell

[cf. βέλτερος.]
best, Ar., Plat., etc.:— ὦ βέλτιστε or βέλτιστε, a common mode of address, my good friend, Ar., etc.:— τὸ βέλτιστον the best, what is best, Aesch., Plat.:— οἱ βέλτιστοι or τὸ βέλτιστον the aristocracy, Lat. optimates, Xen.

Translations

best

Arabic: أَفْضَل; Czech: nejlepší; French: meilleur; German: Beste; Greek: καλύτερος; Ancient Greek: ἄριστος, βέλτιστος, λῷστος, κράτιστος; Hebrew: מֵיטָב; Hindi: श्रेष्ठ; Hungarian: legjobb; Icelandic: best; Italian: migliore; Japanese: 一番; Korean: 최선; Kurdish Northern Kurdish: baştirîn; Latin: optimus; Malay: terbaik; Maori: pai rawa atu; Persian: خوبترین, بهترین; Polish: najlepszy; Portuguese: melhor; Russian: лучший, наилучший; Samoan: sili; Sanskrit: श्रेष्ठ, वसिष्ठ; Spanish: mejor; Tamil: சிறந்த, மிகச்சிறந்த; Thai: ดีที่สุด; Ukrainian: найкращий, найлі́пший