Anonymous

κένωσις: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κένωσις:''' -εως, ἡ ([[κενόω]]), [[άδειασμα]], [[εκκένωση]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''κένωσις:''' -εως, ἡ ([[κενόω]]), [[άδειασμα]], [[εκκένωση]], σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''κένωσις:''' εως ἡ тж. pl.<br /><b class="num">1)</b> опоражнивание (τοῦ σώματος Plat., Plut.; πληρώσεις καὶ κενώσεις Plat.);<br /><b class="num">2)</b> пустота ([[πεῖνα]] καὶ [[δίψα]] κενώσεις τινές εἰσι τῆς περὶ τὸ [[σῶμα]] ἕξεως Plat.; κένωσιν πολλὴν ποιεῖν Arst.).
}}
}}