Anonymous

ἀπέλεθρος: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπέλεθρος:''' -ον ([[πέλεθρον]]), απροσμέτρητος, [[τεράστιος]]· το ουδ. ως επίρρ., σε τεράστια [[απόσταση]], σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''ἀπέλεθρος:''' -ον ([[πέλεθρον]]), απροσμέτρητος, [[τεράστιος]]· το ουδ. ως επίρρ., σε τεράστια [[απόσταση]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπέλεθρος:''' неизмеримый, огромный (ἴς Hom.).
}}
}}