ἀπέλεθρος
Γέλως ἄκαιρος κλαυθμάτων παραίτιος → Grave est malum homini risus haud in tempus → Zur falschen Zeit gelacht, hat Tränen schon gebracht
English (LSJ)
ἀπέλεθρον, immeasurable, ἶν' ἀπέλεθρον ἔχοντας Il.5.245, cf. Od. 9.538; ἀπέλεθρον ἀνέδραμε sprang back immeasurably, Il.11.354; countless, Nonn. D. 19.330.
Spanish (DGE)
-ον
I 1inconmensurable, inmenso ἶν' ἀπέλεθρον Il.5.245, 7.269, Od.9.538.
2 c. colect. incontable, numerosísimo γενέθλη Nonn.D.19.332.
II neutr. como adv. un largo trecho ὦκ' ἀπέλεθρον ἀνέδραμε Il.11.354.
German (Pape)
[Seite 286] (πλέθρον), unermeßlich, Hom. ἴς, Iliad. 5, 245. 7, 269 Od. 9, 538 ἶν' ἀπέλεθρον; ἀπέλεθρον ἀνέδραμε, unermeßlich weit zurück, Il. 11, 354; sp. D.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
immense ; adv. • ἀπέλεθρον IL au loin.
Étymologie: ἀ, πέλεθρον.
Russian (Dvoretsky)
ἀπέλεθρος: неизмеримый, огромный (ἴς Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀπέλεθρος: -ον, ἀμέτρητος, μέγας, ἶν’ ἀπέλεθρον ἔχοντας, «δύναμιν ἀμέτρητον» (Σχόλ.), Ἰλ. Ε. 245, Ὀδ. Ι. 538· ἀπέλεθρον ἀνέδραμε, ἀνετινάχθη ὀπίσω εἰς μεγάλην ἀπόστασιν, Ἰλ. Λ. 354.
English (Autenrieth)
immeasurable; ἴς, Il. 5.245, Od. 9.538; neut. as adv., ‘enormously far,’ Il. 11.354.
Greek Monolingual
ἀπέλεθρος, -ον (Α) πέλεθρον
αμέτρητος, άπειρος, απέραντος.
Greek Monotonic
ἀπέλεθρος: -ον (πέλεθρον), απροσμέτρητος, τεράστιος· το ουδ. ως επίρρ., σε τεράστια απόσταση, σε Ομήρ. Ιλ.
Middle Liddell
πέλεθρον
immeasurable, Hom.: neut. as adv. immeasurably far, Il.