3,274,919
edits
(5) |
(3b) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὄνειρος:''' ὁ ή [[ὄνειρον]], τό,<br /><b class="num">1.</b> πληθ. <i>ὄνειρα</i>, [[αλλά]] ο μεταπλ. [[τύπος]] <i>ὀνείρατα</i> (όπως αν προερχόταν από το [[ὄνειραρ]]) ήταν πιο [[συνηθισμένος]] σε ονομστ. και αιτ.· ομοίως, γεν. <i>ὀνειράτων</i>, δοτ. <i>-ασι</i>· επίσης στον ενικ., γεν. <i>ὀνείρατος</i>, δοτ. <i>ὀνείρατι</i> ([[ὄναρ]])· όνειρο, σε Όμηρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> ως κύριο όνομα, [[Ὄνειρος]], ο [[θεός]] των ονείρων, στον ίδ., Ησίοδ.· πρβλ. [[ἐνύπνιον]]. | |lsmtext='''ὄνειρος:''' ὁ ή [[ὄνειρον]], τό,<br /><b class="num">1.</b> πληθ. <i>ὄνειρα</i>, [[αλλά]] ο μεταπλ. [[τύπος]] <i>ὀνείρατα</i> (όπως αν προερχόταν από το [[ὄνειραρ]]) ήταν πιο [[συνηθισμένος]] σε ονομστ. και αιτ.· ομοίως, γεν. <i>ὀνειράτων</i>, δοτ. <i>-ασι</i>· επίσης στον ενικ., γεν. <i>ὀνείρατος</i>, δοτ. <i>ὀνείρατι</i> ([[ὄναρ]])· όνειρο, σε Όμηρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> ως κύριο όνομα, [[Ὄνειρος]], ο [[θεός]] των ονείρων, στον ίδ., Ησίοδ.· πρβλ. [[ἐνύπνιον]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὄνειρος:''' ὁ<b class="num">1)</b> сновидение Hom., Her., Plat., Trag. etc.;<br /><b class="num">2)</b> пустой сон, призрак (σκιῇ εἴκελον ἢ καὶ ὀνείρῳ Hom.). | |||
}} | }} |