Anonymous

ὄνειρος: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὄνειρος:''' ὁ ή [[ὄνειρον]], τό,<br /><b class="num">1.</b> πληθ. <i>ὄνειρα</i>, [[αλλά]] ο μεταπλ. [[τύπος]] <i>ὀνείρατα</i> (όπως αν προερχόταν από το [[ὄνειραρ]]) ήταν πιο [[συνηθισμένος]] σε ονομστ. και αιτ.· ομοίως, γεν. <i>ὀνειράτων</i>, δοτ. <i>-ασι</i>· επίσης στον ενικ., γεν. <i>ὀνείρατος</i>, δοτ. <i>ὀνείρατι</i> ([[ὄναρ]])· όνειρο, σε Όμηρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> ως κύριο όνομα, [[Ὄνειρος]], ο [[θεός]] των ονείρων, στον ίδ., Ησίοδ.· πρβλ. [[ἐνύπνιον]].
|lsmtext='''ὄνειρος:''' ὁ ή [[ὄνειρον]], τό,<br /><b class="num">1.</b> πληθ. <i>ὄνειρα</i>, [[αλλά]] ο μεταπλ. [[τύπος]] <i>ὀνείρατα</i> (όπως αν προερχόταν από το [[ὄνειραρ]]) ήταν πιο [[συνηθισμένος]] σε ονομστ. και αιτ.· ομοίως, γεν. <i>ὀνειράτων</i>, δοτ. <i>-ασι</i>· επίσης στον ενικ., γεν. <i>ὀνείρατος</i>, δοτ. <i>ὀνείρατι</i> ([[ὄναρ]])· όνειρο, σε Όμηρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> ως κύριο όνομα, [[Ὄνειρος]], ο [[θεός]] των ονείρων, στον ίδ., Ησίοδ.· πρβλ. [[ἐνύπνιον]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὄνειρος:''' ὁ<b class="num">1)</b> сновидение Hom., Her., Plat., Trag. etc.;<br /><b class="num">2)</b> пустой сон, призрак (σκιῇ εἴκελον ἢ καὶ ὀνείρῳ Hom.).
}}
}}