Anonymous

προγυμνάζω: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προγυμνάζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[γυμνάζω]] ή [[ασκώ]] από [[πριν]], σε Λουκ.
|lsmtext='''προγυμνάζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[γυμνάζω]] ή [[ασκώ]] από [[πριν]], σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''προγυμνάζω:''' заранее упражнять, заблаговременно приучать, подготовлять (χέρα Soph.; ἑαυτόν ἔς τι Luc.).
}}
}}