Anonymous

συντροχάζω: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συντροχάζω:''' όπως το [[συντρέχω]], [[τρέχω]] μαζί ή παραπλεύρως, σε Πλούτ.
|lsmtext='''συντροχάζω:''' όπως το [[συντρέχω]], [[τρέχω]] μαζί ή παραπλεύρως, σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''συντροχάζω:''' <b class="num">1)</b> бежать вместе, сбегаться (Anacr.; πρός τινα Plut.);<br /><b class="num">2)</b> aor. присоединиться, быть вместе, (συντροχάσας Χάρισιν Anth.).
}}
}}