συντροχάζω

From LSJ

Λυπεῖ με δοῦλος δεσπότου μεῖζον φρονῶν → Servus molestu'st supra herum sese efferens → Ein Ärgernis: ein Sklave stolzer als sein Herr

Menander, Monostichoi, 323
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συντροχάζω Medium diacritics: συντροχάζω Low diacritics: συντροχάζω Capitals: ΣΥΝΤΡΟΧΑΖΩ
Transliteration A: syntrocházō Transliteration B: syntrochazō Transliteration C: syntrochazo Beta Code: suntroxa/zw

English (LSJ)

run together or with, LXX Ec.12.6, AP7.417 (Mel.), Anacreont.29.3, Plu.Ages.36, Plot.2.4.8:—also συντροχάω, Man.2.492.

French (Bailly abrégé)

c. συντρέχω.
Étymologie: σύν, τροχάζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-τροχάζω met dat. samen rennen met. AP 7.417.4. abs. op elkaar af rennen. Plut.

German (Pape)

συντροχάω; Mel. 127 (VII.417); Plut. Agesil. 36.

Russian (Dvoretsky)

συντροχάζω:
1 бежать вместе, сбегаться (Anacr.; πρός τινα Plut.);
2 aor. присоединиться, быть вместе, (συντροχάσας Χάρισιν Anth.).

Greek Monolingual

Α
τρέχω μαζί με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + τροχάζω, άλλος τ. αντί του τρέχω.

Greek Monotonic

συντροχάζω: όπως το συντρέχω, τρέχω μαζί ή παραπλεύρως, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

συντροχάζω: ὡς τὸ συντρέχω, τρέχω ὁμοῦ, Ἀνθ. Π. 7. 417, Ἀνακρεόντ. 32. 3, Πλάτ. Ἀγησ. 36, κτλ.· ― καὶ συντροχάω, Μανέθων 2. 492.

Middle Liddell

like συντρέχω
to run together, Plut.