συντροχάζω
Λυπεῖ με δοῦλος δεσπότου μεῖζον φρονῶν → Servus molestu'st supra herum sese efferens → Ein Ärgernis: ein Sklave stolzer als sein Herr
English (LSJ)
run together or with, LXX Ec.12.6, AP7.417 (Mel.), Anacreont.29.3, Plu.Ages.36, Plot.2.4.8:—also συντροχάω, Man.2.492.
French (Bailly abrégé)
c. συντρέχω.
Étymologie: σύν, τροχάζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-τροχάζω met dat. samen rennen met. AP 7.417.4. abs. op elkaar af rennen. Plut.
German (Pape)
= συντροχάω; Mel. 127 (VII.417); Plut. Agesil. 36.
Russian (Dvoretsky)
συντροχάζω:
1 бежать вместе, сбегаться (Anacr.; πρός τινα Plut.);
2 aor. присоединиться, быть вместе, (συντροχάσας Χάρισιν Anth.).
Greek Monolingual
Α
τρέχω μαζί με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + τροχάζω, άλλος τ. αντί του τρέχω.
Greek Monotonic
συντροχάζω: όπως το συντρέχω, τρέχω μαζί ή παραπλεύρως, σε Πλούτ.
Greek (Liddell-Scott)
συντροχάζω: ὡς τὸ συντρέχω, τρέχω ὁμοῦ, Ἀνθ. Π. 7. 417, Ἀνακρεόντ. 32. 3, Πλάτ. Ἀγησ. 36, κτλ.· ― καὶ συντροχάω, Μανέθων 2. 492.