Anonymous

καταθεάομαι: Difference between revisions

From LSJ
2b
(5)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καταθεάομαι:''' μέλ. -άσομαι [ᾱ], αποθ., [[βλέπω]] [[κάτι]] από [[ψηλά]], [[παρατηρώ]] από [[ψηλά]], σε Ξεν.· γενικά, [[παρατηρώ]], [[ατενίζω]], στον ίδ.
|lsmtext='''καταθεάομαι:''' μέλ. -άσομαι [ᾱ], αποθ., [[βλέπω]] [[κάτι]] από [[ψηλά]], [[παρατηρώ]] από [[ψηλά]], σε Ξεν.· γενικά, [[παρατηρώ]], [[ατενίζω]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''καταθεάομαι:''' (εᾱ)<br /><b class="num">1)</b> сверху смотреть, взирать, наблюдать (τὰ γιγνόμενα ἀπὸ τοῦ λόφου Xen.);<br /><b class="num">2)</b> устремлять взор (εἰς πολεμίους καὶ τοὺς φίλους Xen.);<br /><b class="num">3)</b> обозревать, осматривать (τὴν χώραν, τὰς τάξεις Xen.);<br /><b class="num">4)</b> следить, наблюдать (φορὰς ἄστρων Plut.).
}}
}}