Anonymous

ἀνάλωτος: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνάλωτος:''' [ᾰλ], -ον ([[ἁλίσκομαι]]),<br /><b class="num">1.</b> [[ανίκητος]], [[ακυρίευτος]], [[ακλόνητος]], [[απόρθητος]], [[ακαταμάχητος]], σε Ηρόδ.· επίσης, αυτός που δεν έχει πορθηθεί [[ακόμα]], που είναι [[ακόμα]] [[ακυρίευτος]], σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πρόσωπα, <i>ἀν. ὑπὸ χρημάτων</i>, [[αδιάφθορος]], [[αδέκαστος]], σε Ξεν.
|lsmtext='''ἀνάλωτος:''' [ᾰλ], -ον ([[ἁλίσκομαι]]),<br /><b class="num">1.</b> [[ανίκητος]], [[ακυρίευτος]], [[ακλόνητος]], [[απόρθητος]], [[ακαταμάχητος]], σε Ηρόδ.· επίσης, αυτός που δεν έχει πορθηθεί [[ακόμα]], που είναι [[ακόμα]] [[ακυρίευτος]], σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πρόσωπα, <i>ἀν. ὑπὸ χρημάτων</i>, [[αδιάφθορος]], [[αδέκαστος]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνάλωτος:''' <b class="num">1)</b> неодолимый, неприступный ([[τεῖχος]], [[Σάρδιες]] Her.; δι᾽ ὅπλων Plut.);<br /><b class="num">2)</b> незавоеванный, невзятый ([[πόλις]] Thuc.);<br /><b class="num">3)</b> неопровержимый, неуязвимый ([[δόξαι]] Plat.);<br /><b class="num">4)</b> неподкупный (ὑπὸ χρημάτων Plut.).
}}
}}