Anonymous

παλάμη: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πᾰλάμη:''' [ᾰ], ἡ, Επικ. γεν. και δοτ. <i>παλάμῃφι</i>, <i>-φιν</i>,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[παλάμη]] χεριού, [[χέρι]], σε Όμηρ., Πίνδ.· πάσχειν τι ὑπ' [[Ἄρηος]] παλαμάων, από τα χέρια του Άρη, σε Ομήρ. Ιλ.· απ' όπου, έργα δύναμης, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> το [[χέρι]] όπως χρησιμοποιείται σε έργα τέχνης, σε Ησίοδ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., ευφυία, [[τέχνη]], [[επινόηση]], [[πλάνο]], [[μέθοδος]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· [[παλάμη]] βιότου, [[εφεύρημα]] με σκοπό τον βιοπορισμό κάποιου, σε Θέογν.· λέγεται για τους θεούς, <i>θεοῦ σὺν παλάμᾳ</i>, [[θεῶν]] παλάμαι, παλάμαις [[Διός]], με [[τέχνασμα]] δικό τους, σε Πίνδ.· <i>παλάμας πλέκειν</i>, σε Αριστοφ.· [[παλάμη]] [[πυριγενής]], όπλο που δημιουργήθηκε από τη [[φωτιά]], δηλ. [[ξίφος]], σε Ευρ.
|lsmtext='''πᾰλάμη:''' [ᾰ], ἡ, Επικ. γεν. και δοτ. <i>παλάμῃφι</i>, <i>-φιν</i>,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[παλάμη]] χεριού, [[χέρι]], σε Όμηρ., Πίνδ.· πάσχειν τι ὑπ' [[Ἄρηος]] παλαμάων, από τα χέρια του Άρη, σε Ομήρ. Ιλ.· απ' όπου, έργα δύναμης, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> το [[χέρι]] όπως χρησιμοποιείται σε έργα τέχνης, σε Ησίοδ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., ευφυία, [[τέχνη]], [[επινόηση]], [[πλάνο]], [[μέθοδος]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· [[παλάμη]] βιότου, [[εφεύρημα]] με σκοπό τον βιοπορισμό κάποιου, σε Θέογν.· λέγεται για τους θεούς, <i>θεοῦ σὺν παλάμᾳ</i>, [[θεῶν]] παλάμαι, παλάμαις [[Διός]], με [[τέχνασμα]] δικό τους, σε Πίνδ.· <i>παλάμας πλέκειν</i>, σε Αριστοφ.· [[παλάμη]] [[πυριγενής]], όπλο που δημιουργήθηκε από τη [[φωτιά]], δηλ. [[ξίφος]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''πᾰλάμη:''' дор. [[παλάμα|πᾰλάμᾱ]] (λᾰ) ἡ эп. gen. и dat. παλάμηφι(ν)<br /><b class="num">1)</b> ладонь, рука: [[ἔγχος]], ὅ οἱ [[παλάμηφιν]] ἀρήρει Hom. копье, которое было ему по руке; [[παθέειν]] ὑπ᾽ [[Ἄρηος]] παλαμάων Hom. пострадать от Ареевых дланей;<br /><b class="num">2)</b> решительное действие, удар: παλάμαν ῥέζειν Soph. наносить удар;<br /><b class="num">3)</b> искусство, мастерство или мощь, сила ([[θεῶν]] παλάμαι Pind.);<br /><b class="num">4)</b> ловкость, хитрость (παλάμᾳ τινὶ τὰν ἀρχὰν [[ἑλεῖν]] Aesch.);<br /><b class="num">5)</b> орудие: π. [[πυριγενής]] Eur. = [[ξίφος]].
}}
}}