Anonymous

ἀδόκιμος: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀδόκῐμος:''' -ον, <b class="num">I.</b> αυτός που δεν μπορεί να υποστεί έλεγχο ή [[δοκιμή]], [[κίβδηλος]], [[κυρίως]] λέγεται για νομίσματα, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ. λέγεται για πρόσωπα, αυτός που έχει απορριφθεί ως [[νόθος]], [[ψεύτικος]], εξευτελισμένος, [[ατιμωτικός]], αποδοκιμασμένος ως [[απόβλητος]], σε Ευρ., Ξεν. κ.λπ.
|lsmtext='''ἀδόκῐμος:''' -ον, <b class="num">I.</b> αυτός που δεν μπορεί να υποστεί έλεγχο ή [[δοκιμή]], [[κίβδηλος]], [[κυρίως]] λέγεται για νομίσματα, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ. λέγεται για πρόσωπα, αυτός που έχει απορριφθεί ως [[νόθος]], [[ψεύτικος]], εξευτελισμένος, [[ατιμωτικός]], αποδοκιμασμένος ως [[απόβλητος]], σε Ευρ., Ξεν. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀδόκῐμος:''' <b class="num">1)</b> неполноценный, фальшивый, негодный ([[νόμισμα]] Plat., Arst.);<br /><b class="num">2)</b> незнатный, презираемый Xen., Plat.;<br /><b class="num">3)</b> презренный, жалкий, дрянной (λακίσματα Eur.; [[Μοῦσα]] Plat.).
}}
}}