Anonymous

κατερύω: Difference between revisions

From LSJ
2b
(5)
(2b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κατερύω:''' Ιων. -ειρύω, μέλ. -ύσω [ῠ],<br /><b class="num">1.</b> [[καθέλκω]] ή [[τραβώ]] προς τα [[κάτω]], λέγεται για πλοία, Λατ. deducere naves, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. — Παθ., <i>νηῦςτε κατείρυσται</i>, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> <i>κ. τόξα</i>, [[τεντώνω]] το [[τόξο]], σε Ανθ.
|lsmtext='''κατερύω:''' Ιων. -ειρύω, μέλ. -ύσω [ῠ],<br /><b class="num">1.</b> [[καθέλκω]] ή [[τραβώ]] προς τα [[κάτω]], λέγεται για πλοία, Λατ. deducere naves, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. — Παθ., <i>νηῦςτε κατείρυσται</i>, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> <i>κ. τόξα</i>, [[τεντώνω]] το [[τόξο]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''κατερύω:''' ион. [[κατειρύω]]<br /><b class="num">1)</b> (тж. κ. εἰς ἅλα Hom.) стаскивать, спускать (на воду) (τὴν [[σχεδίην]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> приводить, доставлять (τὰ ναυήγια ἐς τὴν Σαλαμῖνα Her.);<br /><b class="num">3)</b> натягивать (τὰ τόξα Anth.).
}}
}}