κατερύω

English (LSJ)

Ion. κατειρύω, draw, haul down, freq. in Od. of ships, τήν γε [σχεδίην] κατείρυσεν εἰς ἅλα δῖαν 5.261:—Pass., νηῦς τε κατείρυσται 8.151, etc.; so κατειρύσαντες ἐς Σαλαμῖνα τὰ ναυήγια Hdt.8.96; also κ. οὔθατα μόσχου to draw or milk them, Nic.Th.552; τόξα κ. draw a bow, AP9.16 (Mel.):—Med., κὰδ δ' ἄρα λαῖφος ἐρυσσάμενοι unfurling, A.R.2.931.

German (Pape)

[Seite 1397] (s. ἐρύω), herunterziehen, herabziehen, z. B. Schiffe vom Lande ins Meer, εἰς ἅλα Od. 5, 261; pass., νῆα κατειρύσθαι 14, 332, sp. D.; – ion. κατειρύω, Her. 8, 96; s. auch Orph. Arg. 242 Nic. Ther. 552.

French (Bailly abrégé)

1 tirer en bas : εἰς ἅλα OD mettre (des vaisseaux) à la mer;
2 amener jusqu'à : ἐς Σαλαμῖνα τὰ ναυήγια HDT jusqu'à Salamine les épaves du naufrage.
Étymologie: κατά, ἐρύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατ-ερύω, Ion. ptc. aor. κατειρύσαντες, trekken, neertrekken, van schepen. κ. εἰς ἅλα in zee trekken Od. 5.261; κατειρύσαντες ἐς τὴν Σαλαμῖνα (τὰ ναυήγια) toen zij de scheepswrakken naar Salamis gesleept hadden Hdt. 8.96.1; τόξα κ. een boog spannen AP 9.16.3.

Russian (Dvoretsky)

κατερύω: ион. κατειρύω
1 (тж. κ. εἰς ἅλα Hom.) стаскивать, спускать (на воду) (τὴν σχεδίην Hom.);
2 приводить, доставлять (τὰ ναυήγια ἐς τὴν Σαλαμῖνα Her.);
3 натягивать (τὰ τόξα Anth.).

English (Autenrieth)

aor. κατείρυσε, pass. perf. κατείρυσται, κατειρύσθαι: draw down, launch a vessel.

Greek Monolingual

κατερύω, ιων. τ. κατειρύω (Α)
1. (σχετικά με πλοία) σύρω από την ξηρά στη θάλασσα, καθέλκω («τήν γε κατείρυσαν εἰς ἅλα δῑαν», Ομ. Οδ.)
2. αρμέγω («κατείρυσε οϋθατα μόσχου», Νίκ.)
3. (σχετικά με τόξο) τραβώ, τεντώνω
4. μέσ. κατερύομαι
(σχετικά με πανί πλοίου) ανοίγω, ξεδιπλώνω («κάδ. δ' ἄρα λαῖφος ἐρυσσάμενοι», Απολλ. Ρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἐρύω «σύρω, έλκω»].

Greek Monotonic

κατερύω: Ιων. -ειρύω, μέλ. -ύσω [ῠ],
1. καθέλκω ή τραβώ προς τα κάτω, λέγεται για πλοία, Λατ. deducere naves, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. — Παθ., νηῦςτε κατείρυσται, σε Ομήρ. Οδ.
2. κ. τόξα, τεντώνω το τόξο, σε Ανθ.

Greek (Liddell-Scott)

κατερύω: Ἰων. -ειρύω: μέλλ. -ύσω, καθέλκω, καθελκύω·- σύρω κάτω, καταβιβάζω ἐκ τῆς ξηρᾶς εἰς τὴν θάλασσαν, συχνάκις ἐν τῇ Ὀδ. ἐπὶ πλοίων, Λατ. deducere naves, τήν γε νῆα κατείρυσεν εἰς ἅλα δῖαν μοχλοῖσιν, ἐν τῷ πεζῷ, καθελκύσαι ναῦν, Ε. 261, κτλ.· καὶ ἐν τῷ παθ., Θ. 151· νῆα κατειρύσθαι Ξ. 332, κτλ.· οὕτω, κατειρύσαντες ἐς Σαλαμῖνα τὰ ναυήγια Ἡρόδ. 8. 96·- ὡσαύτως, κατείρυσε οὔθατα μόσχου, ἤμελξεν, (Σχολ. «καταρρεῦσαι ἐποίησεν»), Νικ. Θηρ. 552· κ. τόξα, ἕλκω, ἐντείνω τόξον, Ἀνθ. Π. 9. 16·- ἐν τῷ μέσ., κὰδ δ’ ἄρα λαῖφος ἐρυσσάμενοι Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 931.

Middle Liddell

ionic -ειρύω fut. ύσω
1. to draw or haul down, of ships, Lat. deducere naves, Od., Hdt.:—Pass., νηῦς τε κατείρυσται Od.
2. κ. τόξα to draw a bow, Anth.