Anonymous

ἱππομαχέω: Difference between revisions

From LSJ
2b
(5)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἱππομᾰχέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[μάχομαι]] πάνω στην [[πλάτη]] αλόγου, σε Θουκ., Ξεν.
|lsmtext='''ἱππομᾰχέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[μάχομαι]] πάνω στην [[πλάτη]] αλόγου, σε Θουκ., Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἱππομαχέω:''' <b class="num">1)</b> сражаться в конном строю, вести конный бой (οἱ ἱππῆς ἱππομάχησαν Thuc.; ἱ. πρὸς ὁπλιτας Xen.; κράτιστοι ὄντες ἱ. Plut.);<br /><b class="num">2)</b> сражаться против конницы ([[ἅμα]] ἱ. τε καὶ φαλαγγομαχεῖν καὶ πυργομαχεῖν Xen.).
}}
}}