3,274,216
edits
(2) |
(1) |
||
Line 36: | Line 36: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀληθής:''' [ᾰ], Δωρ. ἀ-λᾱθής, <i>-ές</i> ([[α- στερητικό]], [[λήθω]] = [[λανθάνω]])· [[φανερός]], [[εμφανής]], [[αληθινός]]·<br /><b class="num">I.</b> [[αληθινός]], αντίθ. προς το [[ψευδής]], σε Όμηρ.· <i>τὸ ἀληθές</i>, με [[κράση]] [[τἀληθές]], Ιων. [[τὠληθές]] και <i>τὰ ἀληθῆ</i>, με [[κράση]] <i>τἀληθῆ</i>, η [[αλήθεια]], σε Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[ειλικρινής]], σε Ομήρ. Ιλ., Αττ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για χρησμούς κι άλλα παρόμοια, [[αληθής]], αυτός που επαληθεύεται, πραγματοποιείται, σε Αισχύλ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> επίρρ. [[ἀληθῶς]], Ιων. <i>-θέως</i>,<br /><b class="num">1.</b> αληθινά, ειλικρινά, πραγματικά, σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[πράγματι]], όντως, στην [[πραγματικότητα]], σε Αισχύλ., Θουκ. κ.λπ.· ομοίως και, ὡς [[ἀληθῶς]], σε Ευρ., Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">III.</b> ουδ. ως επίρρ., προπαροξ. [[ἄληθες]]; [[itane]]? [[πράγματι]]; [[αλήθεια]]; πραγματικά; ειρων. σε Σοφ., Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> <i>τὸ ἀληθές</i>, [[πράγματι]], Λατ. [[revera]], σε Πλάτ. κ.λπ.· ομοίως και <i>τὸ ἀληθέστατον</i>, πραγματικά, όντως, σε Θουκ. | |lsmtext='''ἀληθής:''' [ᾰ], Δωρ. ἀ-λᾱθής, <i>-ές</i> ([[α- στερητικό]], [[λήθω]] = [[λανθάνω]])· [[φανερός]], [[εμφανής]], [[αληθινός]]·<br /><b class="num">I.</b> [[αληθινός]], αντίθ. προς το [[ψευδής]], σε Όμηρ.· <i>τὸ ἀληθές</i>, με [[κράση]] [[τἀληθές]], Ιων. [[τὠληθές]] και <i>τὰ ἀληθῆ</i>, με [[κράση]] <i>τἀληθῆ</i>, η [[αλήθεια]], σε Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[ειλικρινής]], σε Ομήρ. Ιλ., Αττ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για χρησμούς κι άλλα παρόμοια, [[αληθής]], αυτός που επαληθεύεται, πραγματοποιείται, σε Αισχύλ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> επίρρ. [[ἀληθῶς]], Ιων. <i>-θέως</i>,<br /><b class="num">1.</b> αληθινά, ειλικρινά, πραγματικά, σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[πράγματι]], όντως, στην [[πραγματικότητα]], σε Αισχύλ., Θουκ. κ.λπ.· ομοίως και, ὡς [[ἀληθῶς]], σε Ευρ., Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">III.</b> ουδ. ως επίρρ., προπαροξ. [[ἄληθες]]; [[itane]]? [[πράγματι]]; [[αλήθεια]]; πραγματικά; ειρων. σε Σοφ., Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> <i>τὸ ἀληθές</i>, [[πράγματι]], Λατ. [[revera]], σε Πλάτ. κ.λπ.· ομοίως και <i>τὸ ἀληθέστατον</i>, πραγματικά, όντως, σε Θουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀληθής:''' дор. [[ἀλαθής|ἀλᾱθής]]<br /><b class="num">1)</b> говорящий правду, правдивый ([[γυνή]] Hom.; [[κατήγορος]] Aesch., Plut.; [[κριτής]] Thuc.);<br /><b class="num">2)</b> истинный, верный, подлинный, достоверный ([[λόγος]] Her.; [[πρόφασις]] Theocr.; [[φίλος]] Eur.; [[ἀρετή]] Plat.; [[μαρτυρία]] Plut.): ἀρὰν ἀλαθῆ [[θεῖναι]] Aesch. осуществить проклятье;<br /><b class="num">3)</b> искренний ([[νόος]] Pind.). | |||
}} | }} |