Anonymous

ἑλκυσμός: Difference between revisions

From LSJ
2
(11)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (AM [[ἑλκυσμός]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η απαραίτητη ελκτική [[δύναμη]] για να κινηθεί ένα όχημα, ρυμούλκια<br /><b>2.</b> η ροή τών αερίων καύσης [[μέσα]] από καπνοδόχο<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[έλξη]], [[τράβηγμα]]<br /><b>2.</b> [[απαγωγή]].
|mltxt=ο (AM [[ἑλκυσμός]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η απαραίτητη ελκτική [[δύναμη]] για να κινηθεί ένα όχημα, ρυμούλκια<br /><b>2.</b> η ροή τών αερίων καύσης [[μέσα]] από καπνοδόχο<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[έλξη]], [[τράβηγμα]]<br /><b>2.</b> [[απαγωγή]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἑλκυσμός:''' ὁ притяжение: [[διάκενος]] ἑ. Plut., Sext. (у стоиков) пустое притяжение, т. е. призрак (= τὸ [[φανταστικόν]]).
}}
}}