Anonymous

ἔξαρχος: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἔξαρχος:''' ὁ, ἡ,<br /><b class="num">1.</b> [[αρχηγός]], αυτός που αρχίζει, ξεκινά [[κάτι]], Λατ. [[auctor]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> ο [[κορυφαίος]] του χορού, Λατ. [[coryphaeus]], σε Δημ.
|lsmtext='''ἔξαρχος:''' ὁ, ἡ,<br /><b class="num">1.</b> [[αρχηγός]], αυτός που αρχίζει, ξεκινά [[κάτι]], Λατ. [[auctor]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> ο [[κορυφαίος]] του χορού, Λατ. [[coryphaeus]], σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἔξαρχος:''' ὁ<b class="num">1)</b> зачинатель (θρήνων ἔξαρχοι Hom.);<br /><b class="num">2)</b> начальник хора, главный запевала (ὁ ἔ. [[Βρόμιος]] Eur.; ἔ. καὶ [[προηγεμών]] Dem., ирон. τοῦ χοροῦ τῶν κολάκων Plut.);<br /><b class="num">3)</b> глава, руководитель, начальник (τεχνῶν καὶ ἐργασιῶν Plut.): ὁ τῶν ἱερέων ἔ. Plut. (в Риме) = [[pontifex]] [[maximus]].
}}
}}