ἔξαρχος

From LSJ

Ἐμπειρία γὰρ τῆς ἀπειρίας κρατεῖ → Inscitiam etenim vincit experientiaErfahrung überwindet Unerfahrenheit

Menander, Monostichoi, 169
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔξαρχος Medium diacritics: ἔξαρχος Low diacritics: έξαρχος Capitals: ΕΞΑΡΧΟΣ
Transliteration A: éxarchos Transliteration B: exarchos Transliteration C: eksarchos Beta Code: e)/carxos

English (LSJ)

ὁ, ἡ, (ἄρχω)
A leader, beginner, c. gen., ἀοιδοὶ θρήνων ἔξαρχοι Il.24.721.
2 leader of a chorus, D.18.260: generally, leader, chief, ἔξαρχος τῶν ἱερέων (= pontifex maximus) Plu.Num.10; ἔξαρχος τῆς ἀποστάσεως, ἔξαρχος τῆς στάσεως, Polyaen.4.6.6 (pl.), 2.1.14 (pl.): military commander, Ael.Tact.9.2, Arr.Tact.10.1: ἔξαρχος Παλμυρηνῶν, title of Odaenathus, OGI643; Συβαριτῶν Iamb.VP 17.74: metaph., δικαιοσύνην τὴν ἔξαρχον καὶ ἡγεμονίδα τῶν ἀρετῶν Ph.1.347.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ
• Morfología: [fem. ἡ ἔ. Ph.1.347]
I como adj. que está a la cabeza del coro:
a) en el duelo que inicia o entona el treno como solista παρὰ δέ εἶσαν ἀοιδοὺς θρήνων ἐξάρχους sentaron al lado a los cantores solistas de los trenos, Il.24.721;
b) jefe del coro o corego, corista solista ἔ. καὶ προηγεμὼν καὶ κιττοφόρος καὶ λικνοφόρος corista solista, jefe del cortejo, portador de la yedra y de la criba sagrada D.18.260, cf. SEG 9.13.15 (Cirene IV a.C.), Ph.2.174, Aristid.Or.41.10;
c) en la iglesia crist. chantre de los cantos Cod.Iust.1.3.41.26;
d) fig. ἦν δ' ὁ Μήδειος τοῦ περὶ Ἀλέξανδρον χοροῦ τῶν κολάκων οἷον ἔ. era Medio cual corego del coro de aduladores de Alejandro Plu.2.65c, cf. Ph.1.376.
II 1líder, jefe c. gen. ὁ ἔ. τῆς στάσεως cabecilla de la revuelta Polyaen.2.1.14, 4.6.6, cf. App.Hisp.94, Iambl.VP 74, τῶν πειρατῶν X.Eph.1.13.3, τῶν θείων γενῶν de Atis, Iul.Or.8.168a, τῆς αἱρέσεως Ath.Al.M.25.580C
fig. guía, cabeza, iniciador ἀεὶ δ' ἔ. ὁδεύει de la isla de Delos, Call.Del.18, (δικαιοσύνη) ... ἡ ἔ. καὶ ἡγεμονίς τῶν ἀρετῶν Ph.1.347, (γεωργία) ... τέχνας πάσας καὶ ἐργασίας, ὧν ἔ. ἐστι καὶ παρέχει βάσιν Plu.2.158d, τῆς ἑορτῆς Gr.Naz.M.36.349B.
2 milit. jefe militar c. dif. grados οἱ δὲ τέσσαρες λόχοι τετραρχία, καὶ ὁ τούτου τοῦ τάγματος ἡγούμενος τετράρχης, ἀνδρῶν ἑξήκοντα τεσσάρων ἔ. en Roma, Ael.Tact.9.1, cf. Arr.Tact.10.1, Hld.6.3.4, cf. Vit.Aesop.W.92, Iust.Nou.130.1.
3 relig. presidente τῶν πολιτικῶν ἱερῶν ἔ. presidente de los sacerdotes de la polis Plu.2.792f, en Roma ὁ τῶν ἱερέων ἔ. pontifex maximus Plu.Num.10.
4 exarco, príncipe máxima dignidad en Palmira ἔ. Παλμυρηνῶν OGI 643.3, SEG 35.1497 (ambas Palmira III d.C.).
5 crist. jefe τῶν ἀποστόλων ὁ ἔ. de Pedro, Hsch.H.Hom.10.2
primado de una circunscripción eclesiástica, obispo ordinario en rel. con οἱ τῶν πόλεων ἐπισκόποι ‘obispos sufragáneos', Euagr.Schol.HE 4.11
titular de varios monasterios, Iust.Nou.133.4, cf. Thdt.Ep.Sirm.117.

German (Pape)

[Seite 873] den Anfang machend; παρὰ δ' εἷσαν ἀοιδούς, θρήνων ἐξάρχους, die die Klage anstimmten, Il. 24, 721; ὁ δ' ἔξαρχος Βρόμιος Eur. Bacch. 141, der den Reigen eröffnet, wie es Dem. 18, 960 von dem Vortänzer beim bacchischen Reigen neben προηγεμών gebraucht; vgl. Call. Del. 18; subst. der Urheber, στάσεως Polyaen. 2, 1, 14; der Erste, der Anführer, ἱερέων Plut. Num. 10, u. bes. Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui donne le signal (d'un chant, d'une danse) gén. : θρήνων IL qui entonne un chant de deuil ; ὁ ἔξαρχος chef d'un chœur;
2 qui est à la tête de : ἱερέων PLUT qui préside à un sacrifice.
Étymologie: ἐξάρχω.

Russian (Dvoretsky)

ἔξαρχος:
1 зачинатель (θρήνων ἔξαρχοι Hom.);
2 начальник хора, главный запевала (ὁ ἔ. Βρόμιος Eur.; ἔ. καὶ προηγεμών Dem., ирон. τοῦ χοροῦ τῶν κολάκων Plut.);
3 глава, руководитель, начальник (τεχνῶν καὶ ἐργασιῶν Plut.): ὁ τῶν ἱερέων ἔ. Plut. (в Риме) = pontifex maximus.

Greek (Liddell-Scott)

ἔξαρχος: ὁ, ἡ, (ἄρχω) ὁ ἐξάρχων, ὁ ἀρχίζων τι, Λατ. auctor, μετὰ γεν., ἀοιδούς, θρήνων ἐξάρχους Ἰλ Ω. 721. 2) ὁ ἀρχηγὸς ἢ κορυφαῖος τοῦ χοροῦ, Λατ. coryphaeus (πρβλ. τὸ ἑπόμ.)· ἔξαρχος καὶ προηγεμὼν καὶ κιστοφόρος... καὶ τὰ τοιαῦτα ὑπὸ τῶν γραϊδίων προσαγορευόμενος Δημ. 313. 27, ἴδε Spanh. ἐν Καλλ. Ὕμν. εἰς Δῆλον 18, Elmsl. ἐν Εὐρ. Βάκχ. 141· καθόλου, ἡγεμών, ἀρχηγός, τῶν ἱερέων Πλουτ. Νουμ. 10· τῆς στάσεως Πολύαιν. 2. 1, 14, κτλ.: - Παρὰ τοῖς μεταγεν. καὶ τοῖς Ἐκκλησ. 1) ἔπαρχος, Ἕκτη Οἰκ. Σύνοδ. 660D. 2) ἀρχιεπίσκοπος ὁλοκλήρου ἐπαρχίας, Σύνοδ. Σάρδ. Καν. 6, Καρθ. Καν. 39. 3) ἐπιθεωρητὴς μοναστηρίων, = ἀρχιμανδρίτης, Θεοδώρ. IV. 1317C, Ἰουστινιαν. Νεαρ. 133. 4. 4) ὁ φυλάττων τὴν τάξιν, ὁ εὐταξίας ἐν ταῖς συνεδρίαις συνόδου, Θεοδώρ. ΙΙΙ. 1409, Εὐαγρ. 2455Β.

English (Autenrieth)

pl., leaders of the dirge, Il. 24.721.

Greek Monolingual

ο (AM ἔξαρχος, ο, η, Μ ἔξαρχος, ο)
νεοελλ.-μσν.
εκκλ.
1. αντιπρόσωπος πατριαρχείου ή μητροπόλεως σε εκκλησιαστική περιφέρεια με εκκλησιαστικά αλλά και διοικητικά καθήκοντα
2. τίτλος που δίδεται ως τιμητική διάκριση σε εξέχοντες μητροπολίτες ή αρχιεπισκόπους
3. απλός κληρικός αξιωματούχος του πατριαρχείου με ειδική αποστολή
μσν.
1. επόπτης, επιθεωρητής μοναστηριών
2. ο τηρητής της τάξεως σε συνεδρία εκκλησιαστικής συνόδου
3. αντιπρόσωπος σε εκκλ. σύνοδο
4. ανώτατος πολιτικός διοικητής στις κατεχόμενες από τους Βυζαντινούς περιφέρειες της Ιταλίας και Βόρειας Αφρικής («έξαρχος Ραβέννης»)
μσν.-αρχ.
1. κορυφαίος του χορού της τραγωδίας
2. ο επικεφαλής
αρχ.
1. αυτός που κάνει αρχή, που αρχίζει κάτι («ἀοιδούς, θρήνων ἐξάρχους», Ομ. Ιλ.)
2. αρχηγός, ηγέτης, κορυφαίος («ὁ τῶν ἱερέων ἔξαρχος», Πλούτ.)
3. ηγέτης, αρχηγός, πρωτεργάτης
4. στρατιωτικός διοικητής.

Greek Monotonic

ἔξαρχος: ὁ, ἡ,
1. αρχηγός, αυτός που αρχίζει, ξεκινά κάτι, Λατ. auctor, σε Ομήρ. Ιλ.
2. ο κορυφαίος του χορού, Λατ. coryphaeus, σε Δημ.

Middle Liddell

ἔξ-αρχος, ὁ, ἡ, n
1. a leader, beginner, Lat. auctor, Il.
2. the leader of a chorus, Lat. coryphaeus, Dem.