Anonymous

νάρδος: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''νάρδος:''' ἡ, Λατ. [[nardus]], το [[φυτό]] [[νάρδος]] ή [[ναρδόσταχυς]], [[λάδι]] από [[νάρδο]], σε Ανθ. (πιθ. [[ξένη]] [[λέξη]]).
|lsmtext='''νάρδος:''' ἡ, Λατ. [[nardus]], το [[φυτό]] [[νάρδος]] ή [[ναρδόσταχυς]], [[λάδι]] από [[νάρδο]], σε Ανθ. (πιθ. [[ξένη]] [[λέξη]]).
}}
{{elru
|elrutext='''νάρδος:''' ἡ<b class="num">1)</b> бот. нард Plut.;<br /><b class="num">2)</b> нардовое масло NT, Plut., Anth.
}}
}}