Anonymous

διάβολος: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διάβολος:''' -ον, <b class="num">1.</b> δυσφημιστικός, [[συκοφαντικός]], υπερθ. <i>διαβολώτατος</i>, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> ως ουσ., [[συκοφάντης]], [[λασπολόγος]], σε Αριστ.· Σατανάς, Διάβολος, σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">3.</b> επίρρ. <i>-λως</i>, επιβλαβώς, προσβλητικά, συκοφαντικά, απεχθώς, με [[κακεντρέχεια]], με λασπολογίες, σε Θουκ.
|lsmtext='''διάβολος:''' -ον, <b class="num">1.</b> δυσφημιστικός, [[συκοφαντικός]], υπερθ. <i>διαβολώτατος</i>, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> ως ουσ., [[συκοφάντης]], [[λασπολόγος]], σε Αριστ.· Σατανάς, Διάβολος, σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">3.</b> επίρρ. <i>-λως</i>, επιβλαβώς, προσβλητικά, συκοφαντικά, απεχθώς, με [[κακεντρέχεια]], με λασπολογίες, σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''διάβολος:''' <b class="num">II</b> ὁ<br /><b class="num">1)</b> клеветник Arst.;<br /><b class="num">2)</b> диавол NT.<br />клеветнический, клевещущий, злословящий Pind., Arph., Men.
}}
}}