Anonymous

μεγαλωστί: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μεγᾰλωστί:''' [ῐ],<br /><b class="num">I.</b> Επικ. και Ιων. επίρρ. του [[μέγας]], [[μακριά]] και πλατιά, σε [[μεγάλη]] [[έκταση]], σε Όμηρ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[μεγάλως]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> επίσης, [[μεγαλοπρεπῶς]], στον ίδ.
|lsmtext='''μεγᾰλωστί:''' [ῐ],<br /><b class="num">I.</b> Επικ. και Ιων. επίρρ. του [[μέγας]], [[μακριά]] και πλατιά, σε [[μεγάλη]] [[έκταση]], σε Όμηρ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[μεγάλως]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> επίσης, [[μεγαλοπρεπῶς]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''μεγᾰλωστί:''' adv.<br /><b class="num">1)</b> широко, на обширном пространстве (κεῖσθαι Hom.);<br /><b class="num">2)</b> весьма, чрезвычайно (τιμᾶν Her.);<br /><b class="num">3)</b> роскошно, пышно, великолепно (ὑποδέχεσθαι Her.);<br /><b class="num">4)</b> усердно, горячо (ἀποδέχεσθαί τι Polyb.).
}}
}}