3,277,637
edits
(5) |
(2b) |
||
Line 36: | Line 36: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κελεύω:''' Επικ. παρατ. [[κέλευον]], μέλ. <i>-σω</i>, Επικ. απαρ. <i>-σέμεναι</i>· αόρ. αʹ <i>ἐκέλευσα</i>, Επικ. <i>κέλ-</i>· παρακ. <i>κεκέλευκα</i> — Παθ., αόρ. αʹ <i>ἐκελεύσθην</i>, παρακ. <i>κεκέλευσμαι</i>· ([[κέλομαι]])· [[κινώ]] προς τα [[μπρος]], [[παρακινώ]], ωθώ, [[προτρέπω]], [[ενθαρρύνω]], [[προσκαλώ]], [[παραγγέλλω]], [[διατάζω]], σε Όμηρ. κ.λπ.· με αιτ. προσ. και απαρ., [[διατάζω]] κάποιον να κάνει, σε Ομήρ. Ιλ.· (επίσης με δοτ. προσ., σε Όμηρ.)· με αιτ. προσ. και πράγμ., τί με [[ταῦτα]] κελεύεις (ενν. <i>ποιεῖν</i>)· επίσης με αιτ. προσ. μόνο, [[θυμός]] με κελεύει (ενν. <i>φείδεσθαι</i>), σε Ομήρ. Οδ.· ἐκέλευσε τοὺς [[ἕνδεκα]] ἐπὶ τὸν Θηραμένην, τους διέταξε (να κινηθούν) [[εναντίον]] του, τους πρόσταξε να τον συλλάβουν, σε Ξεν.· με αιτ. πράγμ. μόνο, [[εξουσιάζω]] ένα [[πράγμα]], σε Αισχύλ.· Παθ., <i>τὸ κελευόμενον</i>, <i>τὰ -να</i>, διαταγές, προσταγές, σε Ξεν. | |lsmtext='''κελεύω:''' Επικ. παρατ. [[κέλευον]], μέλ. <i>-σω</i>, Επικ. απαρ. <i>-σέμεναι</i>· αόρ. αʹ <i>ἐκέλευσα</i>, Επικ. <i>κέλ-</i>· παρακ. <i>κεκέλευκα</i> — Παθ., αόρ. αʹ <i>ἐκελεύσθην</i>, παρακ. <i>κεκέλευσμαι</i>· ([[κέλομαι]])· [[κινώ]] προς τα [[μπρος]], [[παρακινώ]], ωθώ, [[προτρέπω]], [[ενθαρρύνω]], [[προσκαλώ]], [[παραγγέλλω]], [[διατάζω]], σε Όμηρ. κ.λπ.· με αιτ. προσ. και απαρ., [[διατάζω]] κάποιον να κάνει, σε Ομήρ. Ιλ.· (επίσης με δοτ. προσ., σε Όμηρ.)· με αιτ. προσ. και πράγμ., τί με [[ταῦτα]] κελεύεις (ενν. <i>ποιεῖν</i>)· επίσης με αιτ. προσ. μόνο, [[θυμός]] με κελεύει (ενν. <i>φείδεσθαι</i>), σε Ομήρ. Οδ.· ἐκέλευσε τοὺς [[ἕνδεκα]] ἐπὶ τὸν Θηραμένην, τους διέταξε (να κινηθούν) [[εναντίον]] του, τους πρόσταξε να τον συλλάβουν, σε Ξεν.· με αιτ. πράγμ. μόνο, [[εξουσιάζω]] ένα [[πράγμα]], σε Αισχύλ.· Παθ., <i>τὸ κελευόμενον</i>, <i>τὰ -να</i>, διαταγές, προσταγές, σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κελεύω:''' <b class="num">1)</b> погонять, понукать (ἵππους μάστιγι Hom.);<br /><b class="num">2)</b> убеждать, побуждать, предлагать, просить, советовать: πόλεμον δ᾽ οὐκ [[ἄμμε]] [[κελεύω]] [[δύμεναι]] Hom. не советую, чтобы мы вступили в бой; κελευούσης τῆς Πυθίης Her. по внушению Пифии; οὑδ᾽ ἂν κελεύσαιμι Soph. я и не стал бы убеждать; εἰ μὴ [[θυμός]] με κελεύει Hom. если не таково будет мое настроение; ὥς με κελεύεις Hom. как ты просишь меня;<br /><b class="num">3)</b> понуждать, принуждать, указывать, приказывать, предписывать, велеть (τινὰ или τινὶ ποιεῖν τι NT): κ. ἐπὶ τὰ [[ὅπλα]] Xen. приказать взять оружие; κ. τινὰ ἐπί τινα Xen. приказать кому-л. схватить кого-л.; κελεύεσθαι [[ὑπό]] τινος Xen. получить приказание от кого-л.; τὸ κελευόμενον Xen. приказ, приказание. | |||
}} | }} |