3,277,637
edits
(20) |
(5) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(ΑΜ [[κελεύω]])<br />[[παραγγέλλω]], [[διατάζω]], [[προστάζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για νόμους) [[θεσπίζω]], [[ορίζω]], [[καθορίζω]] («θα [[κάνω]] ό,τι κελεύει ο [[νόμος]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (αντίθ. του επιτάττω) [[ζητώ]], [[ικετεύω]], [[παρακαλώ]]<br /><b>2.</b> (για ανώτερον [[προς]] κατώτερον) [[επιβάλλω]] [[κάτι]] σε κάποιον, [[δίνω]] [[εντολή]]<br /><b>3.</b> [[σπρώχνω]] [[προς]] τα [[εμπρός]], ωθώ, [[οδηγώ]] με βία, [[βιάζω]] («ἴπποι, τοὺς ὁ [[γέρων]] ἐφέπων μάστιγι κέλευεν κατὰ [[ἄστυ]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>4.</b> (για ναύκληρο) [[δίνω]] τον ρυθμό στους κωπηλάτες<br /><b>5.</b> [[διευθύνω]]<br /><b>6.</b> [[προτείνω]] («συνηγόρευσες τοῑς κελεύουσιν ἀποκτεῑναι», Λυσ.)<br /><b>7.</b> [[τραγουδώ]] ρυθμικό [[άσμα]]<br /><b>8.</b> (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) <i>κελευόμενον</i><br />η [[παραγγελία]], η [[διαταγή]]<br /><b>9.</b> <b>φρ.</b> <b>εκκλ.</b> «κέλευσον, δέσποτα» — [[προσφώνηση]] διακόνου ή αναγνώστη [[προς]] τον αρχιερέα για να αρχίσει να ψάλλει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. <i>κελ</i>-<i>εύ</i>-<i>ω</i> συνδέεται με τα ρ. [[κέλλω]] «[[οδηγώ]], [[ξεκινώ]]» και [[κέλομαι]] «[[παροτρύνω]], [[διατάζω]]» και εμφανίζει [[παρέκταση]] -<i>ευ</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[κέλευθος]]), η οποία όμως [[είναι]] ανερμήνευτη. Το ρ. [[κελεύω]] είχε αρχικά τη σημ. «[[κατευθύνω]] [[προς]], ωθώ [[προς]]», από την οποία έφθασε να χρησιμοποιείται με τη σημ. «[[διατάζω]], [[παρακαλώ]]». Διακρίνεται από τα συνώνυμά του [[εντέλλομαι]], [[επιτάσσω]], [[προστάσσω]], [[γιατί]] τα τελευταία έχουν εντονότερη την [[έννοια]] της προσταγής.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κέλευση]], [[κέλευσμα]], [[κελευστής]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κελευσμός]], [[κελευσμοσύνη]], [[κελευστικός]], [[κελευστός]], [[κελεύστωρ]], [[κελευτής]], [[κελευτιώ]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[αντικελεύω]], [[εγκελεύω]], [[επεγκελεύω]], [[επικελεύω]], [[κατακελεύω]], [[προκελεύω]], [[συγκελεύω]], [[συνεπικελεύω]], [[υποκελεύω]]]. | |mltxt=(ΑΜ [[κελεύω]])<br />[[παραγγέλλω]], [[διατάζω]], [[προστάζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για νόμους) [[θεσπίζω]], [[ορίζω]], [[καθορίζω]] («θα [[κάνω]] ό,τι κελεύει ο [[νόμος]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (αντίθ. του επιτάττω) [[ζητώ]], [[ικετεύω]], [[παρακαλώ]]<br /><b>2.</b> (για ανώτερον [[προς]] κατώτερον) [[επιβάλλω]] [[κάτι]] σε κάποιον, [[δίνω]] [[εντολή]]<br /><b>3.</b> [[σπρώχνω]] [[προς]] τα [[εμπρός]], ωθώ, [[οδηγώ]] με βία, [[βιάζω]] («ἴπποι, τοὺς ὁ [[γέρων]] ἐφέπων μάστιγι κέλευεν κατὰ [[ἄστυ]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>4.</b> (για ναύκληρο) [[δίνω]] τον ρυθμό στους κωπηλάτες<br /><b>5.</b> [[διευθύνω]]<br /><b>6.</b> [[προτείνω]] («συνηγόρευσες τοῑς κελεύουσιν ἀποκτεῑναι», Λυσ.)<br /><b>7.</b> [[τραγουδώ]] ρυθμικό [[άσμα]]<br /><b>8.</b> (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) <i>κελευόμενον</i><br />η [[παραγγελία]], η [[διαταγή]]<br /><b>9.</b> <b>φρ.</b> <b>εκκλ.</b> «κέλευσον, δέσποτα» — [[προσφώνηση]] διακόνου ή αναγνώστη [[προς]] τον αρχιερέα για να αρχίσει να ψάλλει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. <i>κελ</i>-<i>εύ</i>-<i>ω</i> συνδέεται με τα ρ. [[κέλλω]] «[[οδηγώ]], [[ξεκινώ]]» και [[κέλομαι]] «[[παροτρύνω]], [[διατάζω]]» και εμφανίζει [[παρέκταση]] -<i>ευ</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[κέλευθος]]), η οποία όμως [[είναι]] ανερμήνευτη. Το ρ. [[κελεύω]] είχε αρχικά τη σημ. «[[κατευθύνω]] [[προς]], ωθώ [[προς]]», από την οποία έφθασε να χρησιμοποιείται με τη σημ. «[[διατάζω]], [[παρακαλώ]]». Διακρίνεται από τα συνώνυμά του [[εντέλλομαι]], [[επιτάσσω]], [[προστάσσω]], [[γιατί]] τα τελευταία έχουν εντονότερη την [[έννοια]] της προσταγής.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κέλευση]], [[κέλευσμα]], [[κελευστής]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κελευσμός]], [[κελευσμοσύνη]], [[κελευστικός]], [[κελευστός]], [[κελεύστωρ]], [[κελευτής]], [[κελευτιώ]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[αντικελεύω]], [[εγκελεύω]], [[επεγκελεύω]], [[επικελεύω]], [[κατακελεύω]], [[προκελεύω]], [[συγκελεύω]], [[συνεπικελεύω]], [[υποκελεύω]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κελεύω:''' Επικ. παρατ. [[κέλευον]], μέλ. <i>-σω</i>, Επικ. απαρ. <i>-σέμεναι</i>· αόρ. αʹ <i>ἐκέλευσα</i>, Επικ. <i>κέλ-</i>· παρακ. <i>κεκέλευκα</i> — Παθ., αόρ. αʹ <i>ἐκελεύσθην</i>, παρακ. <i>κεκέλευσμαι</i>· ([[κέλομαι]])· [[κινώ]] προς τα [[μπρος]], [[παρακινώ]], ωθώ, [[προτρέπω]], [[ενθαρρύνω]], [[προσκαλώ]], [[παραγγέλλω]], [[διατάζω]], σε Όμηρ. κ.λπ.· με αιτ. προσ. και απαρ., [[διατάζω]] κάποιον να κάνει, σε Ομήρ. Ιλ.· (επίσης με δοτ. προσ., σε Όμηρ.)· με αιτ. προσ. και πράγμ., τί με [[ταῦτα]] κελεύεις (ενν. <i>ποιεῖν</i>)· επίσης με αιτ. προσ. μόνο, [[θυμός]] με κελεύει (ενν. <i>φείδεσθαι</i>), σε Ομήρ. Οδ.· ἐκέλευσε τοὺς [[ἕνδεκα]] ἐπὶ τὸν Θηραμένην, τους διέταξε (να κινηθούν) [[εναντίον]] του, τους πρόσταξε να τον συλλάβουν, σε Ξεν.· με αιτ. πράγμ. μόνο, [[εξουσιάζω]] ένα [[πράγμα]], σε Αισχύλ.· Παθ., <i>τὸ κελευόμενον</i>, <i>τὰ -να</i>, διαταγές, προσταγές, σε Ξεν. | |||
}} | }} |