Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

περισπειράω: Difference between revisions

From LSJ
3b
(6)
(3b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''περισπειράω:''' μέλ. <i>-άσω</i>, [[περιελίσσω]], [[τυλίγω]], σε Πλούτ. — Μέσ., [[περικυκλώνω]] με στρατιώτες, στον ίδ. — Παθ., λέγεται για στρατιώτες, συσπειρώνομαι γύρω από τον αρχηγό, <i>τινι</i>, στον ίδ.· λέγεται για ερπετά, πλέκομαι [[ολόγυρα]], [[γίνομαι]] [[κουλούρα]] γύρω από, <i>τινι</i> σε Λουκ.
|lsmtext='''περισπειράω:''' μέλ. <i>-άσω</i>, [[περιελίσσω]], [[τυλίγω]], σε Πλούτ. — Μέσ., [[περικυκλώνω]] με στρατιώτες, στον ίδ. — Παθ., λέγεται για στρατιώτες, συσπειρώνομαι γύρω από τον αρχηγό, <i>τινι</i>, στον ίδ.· λέγεται για ερπετά, πλέκομαι [[ολόγυρα]], [[γίνομαι]] [[κουλούρα]] γύρω από, <i>τινι</i> σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''περισπειράω:''' <b class="num">1)</b> обматывать, обертывать, обвивать (τὴν ἐσθῆτα τῇ κεφαλῇ Plut.): περισπειρᾶσθαί τινι Luc. обвиваться вокруг чего-л.;<br /><b class="num">2)</b> med. окружать, оцеплять (τὰ μέσα τῆς πόλεως τοῖς ὁπλίταις Plut.).
}}
}}