περισπειράω
λύχνον μεθ' ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων ἄνθρωπον ζητῶ → he lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, I am looking for a man
English (LSJ)
wind round, τὴν ἐσθῆτα τῇ κεφαλῇ Plu.Cam.25:—Med., τὰ μέσα… ὁπλίταις περιεσπειραμένος having concentrated his troops around... Id.Ages.31:—Pass., form round, ἀνδρῶν κύκλῳ περιεσπειραμένων Id.Cic.22; of serpents, etc., twine, coil round, δράκοντα περιεσπειραμένον τὸ δέρος D.S.4.48: c. dat., τισι Luc.Hist. Conscr.29; τῷ ποδί Id.Dips.6: metaph., insinuate oneself into, τὰς αὐλάς Eun.Hist.p.257 D.
German (Pape)
[Seite 592] rings umwinden, umschlingen, Luc. hist. conscr. 29, τὴν ἐσθῆτα τῇ κεφαλῇ, Plut. Camill. 25; auch med., mit Soldaten besetzen, Ages. 31, u. pass., Cic. 32.
French (Bailly abrégé)
περισπειρῶ :
rouler ou entortiller autour : τί τινι une chose autour d'une autre ; Pass. se rouler autour de, entourer de ses replis, τινι;
Moy. περισπειράομαι, περισπειρῶμαι s'enrouler autour de, entourer, τινι.
Étymologie: περί, σπεῖρα.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περισπειράω [περί, σπεῖρα] omwikkelen:; τὴν ἐσθῆτα τῇ κεφαλῇ π. zijn kleding om zijn hoofd binden Plut. Cam. 25.2; med.-pass. omsingelen:; τῆς πόλεως τὰ μέσα καὶ κυριώτατα τοῖς ὁπλίταις περιεσπειραμένος nadat hij de centrale en vitaalste delen van de stad met zijn hoplieten had omsingeld Plut. Ages. 31.4; overdr.. τῶν... ἡγεμονικωτάτων ἀνδρῶν κύκλῳ περιεσπειραμένων terwijl de hoogste gezagsdragers hem omcirkeld hielden Plut. Cic. 22.2.
Russian (Dvoretsky)
περισπειράω:
1 обматывать, обертывать, обвивать (τὴν ἐσθῆτα τῇ κεφαλῇ Plut.): περισπειρᾶσθαί τινι Luc. обвиваться вокруг чего-л.;
2 med. окружать, оцеплять (τὰ μέσα τῆς πόλεως τοῖς ὁπλίταις Plut.).
Greek Monotonic
περισπειράω: μέλ. -άσω, περιελίσσω, τυλίγω, σε Πλούτ. — Μέσ., περικυκλώνω με στρατιώτες, στον ίδ. — Παθ., λέγεται για στρατιώτες, συσπειρώνομαι γύρω από τον αρχηγό, τινι, στον ίδ.· λέγεται για ερπετά, πλέκομαι ολόγυρα, γίνομαι κουλούρα γύρω από, τινι σε Λουκ.
Greek (Liddell-Scott)
περισπειράω: μέλλ. -άσω, περιτυλίσσω, τὴν ἐσθῆτα τῇ κεφαλῇ Πλουτ. Κάμιλλ. 25. ― Μέσ., ἀλλὰ τὰ μέσα τῆς πόλεως καὶ κυριώτατα τοῖς ὁπλίταις περιεσπειραμένος, ἐκαρτέρει τὰς ἀπειλὰς κτλ., «περικυκλωσάμενος, περιβαλὼν τὰ μέσα τῆς πόλεως τοῖς ὁπλίταις, ἢ τοὺς ὁπλίτας περιστήσας τοῖς μέσοις τῆς πόλεως» (Κοραῆς), ὁ αὐτ. ἐν Ἀγησ. 31· ― ἐν τῷ Παθ. τύπῳ, ἐπὶ στρατιωτῶν ἢ ἄλλων, συσπειρῶμαι, συσσωματοῦμαι πέριξ τινὸς ὅπως προφυλάξω αὐτόν, κύκλῳ περιεσπειραμένων καὶ δορυφορούντων ὁ αὐτ. ἐν Κικ. 22· οὕτως ἐπὶ ὄφεων, περιελίσσομαι, περισπειραθέντων αὐτοῖς τῶν δρακόντων Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 29, περὶ Διψάδων 6. ― Κατὰ Σουΐδ.: «περισπειραθείς· περιπλακείς, περιελιχθείς, κτλ.».
Middle Liddell
fut. άσω
to wind round, Plut.:—Mid. to surround with soldiers, Plut.:—Pass., of soldiers, to form round a leader, τινί Plut.; of serpents, to twine round, τινί Luc.