Anonymous

ὑπονέμομαι: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑπονέμομαι:''' Μέσ., [[καταβροχθίζω]], [[κατατρώγω]] από [[κάτω]] ή [[κρυφά]], σε Ανθ.
|lsmtext='''ὑπονέμομαι:''' Μέσ., [[καταβροχθίζω]], [[κατατρώγω]] από [[κάτω]] ή [[κρυφά]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπονέμομαι:''' пожирать снизу ([[πῦρ]] ὑπονειμάμενον Anth.).
}}
}}