Anonymous

ὑπεξανίσταμαι: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑπεξανίσταμαι:''' = [[ὑπανίσταμαι]], σε Πλούτ., Λουκ.· <i>ὑπεξανίσταμαί τινι</i>, σηκώνομαι και κάνω χώρο για κάποιον, σε Πλούτ., Λουκ.
|lsmtext='''ὑπεξανίσταμαι:''' = [[ὑπανίσταμαι]], σε Πλούτ., Λουκ.· <i>ὑπεξανίσταμαί τινι</i>, σηκώνομαι και κάνω χώρο για κάποιον, σε Πλούτ., Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπεξανίσταμαι:''' вставать, уступая место (τινι Plut., Luc. и πρός τινι Luc.).
}}
}}