Anonymous

ὑπεξανίσταμαι: Difference between revisions

From LSJ
6
(43)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α [[ἐξανίσταμαι]]<br /><b>1.</b> εξεγείρομαι, [[εξορμώ]] («[[Πύρρος]] δὲ τούτοις ἅμα ὑπεξαναστὰς ἐπὶ Βέρροιαν ἤλαυνε», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> (με δοτ.) σηκώνομαι ή [[παραμερίζω]] [[μπροστά]] σε κάποιον σε [[ένδειξη]] σεβασμού («ὑπεξαναοτῆναι πρεσβυτέρῳ», <b>Πλούτ.</b>).
|mltxt=Α [[ἐξανίσταμαι]]<br /><b>1.</b> εξεγείρομαι, [[εξορμώ]] («[[Πύρρος]] δὲ τούτοις ἅμα ὑπεξαναστὰς ἐπὶ Βέρροιαν ἤλαυνε», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> (με δοτ.) σηκώνομαι ή [[παραμερίζω]] [[μπροστά]] σε κάποιον σε [[ένδειξη]] σεβασμού («ὑπεξαναοτῆναι πρεσβυτέρῳ», <b>Πλούτ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑπεξανίσταμαι:''' = [[ὑπανίσταμαι]], σε Πλούτ., Λουκ.· <i>ὑπεξανίσταμαί τινι</i>, σηκώνομαι και κάνω χώρο για κάποιον, σε Πλούτ., Λουκ.
}}
}}