Anonymous

συνδιαφέρω: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συνδιαφέρω:''' μέλ. -[[διοίσω]],<br /><b class="num">I.</b> [[περιφέρω]], [[συμπαρασύρω]] εδώ κι [[εκεί]], σε Λουκ.<br /><b class="num">II.</b> [[φέρνω]] εις [[πέρας]] από κοινού με κάποιον, [[συμβάλλω]] στη [[διατήρηση]] ή τη [[συντήρηση]], σε Ηρόδ., Αριστοφ.
|lsmtext='''συνδιαφέρω:''' μέλ. -[[διοίσω]],<br /><b class="num">I.</b> [[περιφέρω]], [[συμπαρασύρω]] εδώ κι [[εκεί]], σε Λουκ.<br /><b class="num">II.</b> [[φέρνω]] εις [[πέρας]] από κοινού με κάποιον, [[συμβάλλω]] στη [[διατήρηση]] ή τη [[συντήρηση]], σε Ηρόδ., Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''συνδιαφέρω:''' (fut. συνδιοίσω, aor. 1 συνδιήνεγκα - ион. [[συνδιήνεικα]])<br /><b class="num">1)</b> уносить с собой или погонять (ἀνέμου συνδιοίσοντος τὴν ναῦν Luc.);<br /><b class="num">2)</b> тж. med. вместе переносить (πολλὰ πράγματα [[μετά]] τινος Arph.): σ. τινι τὸν πρός τινα πόλεμον Her. совместно с кем-л. вести войну против кого-л.
}}
}}