συνδιαφέρω

From LSJ

ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνδιαφέρω Medium diacritics: συνδιαφέρω Low diacritics: συνδιαφέρω Capitals: ΣΥΝΔΙΑΦΕΡΩ
Transliteration A: syndiaphérō Transliteration B: syndiapherō Transliteration C: syndiafero Beta Code: sundiafe/rw

English (LSJ)

A bear along with one, ἄνεμος σ. τὴν ναῦν Luc.Hist.Conscr.45.
II bear to the end along with, help in maintaining, οἱ Μιλήσιοι τοῖσι Χίοισι τὸν.. πόλεμον συνδιήνεικαν Hdt.1.18, cf. 5.79,99; ξυνδιήνεγκαν μεθ' ἡμῶν ἐσβολάς τε καὶ μάχας Ar.Eq.597 (troch.); σ. πάθος Plu.Brut.13, cf. Jul.Or.8.241c:—Med., τὰ τοῦ πολέμου Ph.1.323.

German (Pape)

[Seite 1008] (s. φέρω), mit od. zugleich durch- od. darübertragen, od. bis zu Ende ertragen, aushalten; πολλὰ γὰρ δὴ πράγματα ξυνδιήνεγκαν μεθ' ἡμῶν, εἰσβολάς τε καὶ μάχας, Ar. Equ. 594; dah. συνδιαφέρειν τινὶ τὸν πόλεμον, den Krieg bis zu Ende ertragen helfen, Her. 1, 18. 5, 79. 99; – mit austragen, verbreiten, ein Gerücht, Sp.

French (Bailly abrégé)

f. συνδιοίσω, ao., ao. ion., etc.
1 transporter avec ou en même temps;
2 supporter en même temps jusqu'au bout;
Moy. συνδιαφέρομαι aider à supporter : τινι πόλεμον HDT aider qqn à soutenir une guerre jusqu'au bout.
Étymologie: σύν, διαφέρω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-διαφέρω, Att. ook ξυνδιαφέρω met zich meevoeren Luc. 59.45 overdr. samen (met...) doorstaan; met acc. en dat., met acc. en μετά + gen. iets met iem.: πολλά … πράγματα ξυνδιήνεγκαν μεθ’ ἡμῶν veel zaken hebben ze samen met ons doorstaan Aristoph. Eq. 597.

Russian (Dvoretsky)

συνδιαφέρω: (fut. συνδιοίσω, aor. 1 συνδιήνεγκα - ион. συνδιήνεικα)
1 уносить с собой или погонять (ἀνέμου συνδιοίσοντος τὴν ναῦν Luc.);
2 тж. med. вместе переносить (πολλὰ πράγματα μετά τινος Arph.): σ. τινι τὸν πρός τινα πόλεμον Her. совместно с кем-л. вести войну против кого-л.

Greek Monolingual

ΜΑ διαφέρω
υποφέρω κάτι μέχρι το τέλος μαζί με άλλον («τοῖσι Χίοισι τὸν... πόλεμον συνδιήνεικαν», Ηρόδ.)
αρχ.
1. συμπαρασύρω κάτι εδώ κι εκεί («ἀνέμου ἐπουριάσοντος τὰ ἀκάτια καὶ συνδιοίσοντος ὑψηλὴν καὶ ἐπ' ἄκρων τῶν κυμάτων τὴν ναῡν», Λουκιαν.)
2. (κατά το λεξ. Σούδα) «συνδιέφερε, συνεκρότει, συνηγωνίζετο».

Greek Monotonic

συνδιαφέρω: μέλ. -διοίσω,
I. περιφέρω, συμπαρασύρω εδώ κι εκεί, σε Λουκ.
II. φέρνω εις πέρας από κοινού με κάποιον, συμβάλλω στη διατήρηση ή τη συντήρηση, σε Ηρόδ., Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

συνδιαφέρω: φέρω ὁμοῦ, συμπαρασύρω ἐδῶ καὶ ἐκεῖ, δεήσει γὰρ τότε ποιητικοῦ τινος ἀνέμου ἐπουριάσοντος τὰ ἀκάτια καὶ συνδιοίσοντος ὑψηλὴν καὶ ἐπ’ ἄκρων τῶν κυμάτων τὴν ναῦν Λουκ. πῶς δεῖ Ἰστ. Συγγρ. 45. ΙΙ. φέρω μέχρι τέλους ὁμοῦ μετά τινος, συντελῶ εἰς διατήρησιν, οἱ Μιλήσιοι τοῖσι Χίοισι τόν... πόλεμον συνδιήκεικαν Ἡρόδ. 1. 18, πρβλ. 5. 79, 99· ξυνδιήνεγκαν μεθ’ ἡμῶν ἐσβολάς τε καὶ μάχας Ἀριστοφ. Ἱππ. 597· σ. πάθος Πλουτ. Βροῦτ. 13.

Middle Liddell

fut. -διοίσω
I. to bear along with one, Luc.
II. to bear to the end along with, help in maintaining, Hdt., Ar.