3,274,159
edits
(4) |
(2) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐγγενής:''' -ές (γί-γνομαι,·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[έμφυτος]], [[εγγενής]], Λατ. [[indigena]], σε Ηρόδ., Αττ.· <i>θεοὶ ἐγγενεῖς</i>, οι θεοί της φυλής ή της χώρας, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που ανήκει στο ίδιο [[γένος]] με κάποιον [[άλλο]], [[συγγενικός]], σε Σοφ.· επίρρ. <i>-νῶς</i>, όπως οι συγγενείς, συγγενικά, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για ιδιότητες, αυτός που είναι [[έμφυτος]], [[σύμφυτος]], σε Τραγ. | |lsmtext='''ἐγγενής:''' -ές (γί-γνομαι,·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[έμφυτος]], [[εγγενής]], Λατ. [[indigena]], σε Ηρόδ., Αττ.· <i>θεοὶ ἐγγενεῖς</i>, οι θεοί της φυλής ή της χώρας, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που ανήκει στο ίδιο [[γένος]] με κάποιον [[άλλο]], [[συγγενικός]], σε Σοφ.· επίρρ. <i>-νῶς</i>, όπως οι συγγενείς, συγγενικά, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για ιδιότητες, αυτός που είναι [[έμφυτος]], [[σύμφυτος]], σε Τραγ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐγγενής:''' <b class="num">1)</b> туземный, местный (θεοί Aesch., Soph.): ἐ. [[κηδεία]] Eur. внутриплеменной брак;<br /><b class="num">2)</b> коренной, природный ([[Θηβαῖος]] Soph.; πολῖται Plut.);<br /><b class="num">3)</b> родственный, родной, близкий: [[κῆδος]] ἐγγενές Aesch. близкое родство;<br /><b class="num">4)</b> прирожденный, врожденный ([[πόνος]] Aesch.; [[νοῦς]] Soph.). | |||
}} | }} |