Anonymous

ἐγγενής: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐγγενής:''' -ές (γί-γνομαι,·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[έμφυτος]], [[εγγενής]], Λατ. [[indigena]], σε Ηρόδ., Αττ.· <i>θεοὶ ἐγγενεῖς</i>, οι θεοί της φυλής ή της χώρας, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που ανήκει στο ίδιο [[γένος]] με κάποιον [[άλλο]], [[συγγενικός]], σε Σοφ.· επίρρ. <i>-νῶς</i>, όπως οι συγγενείς, συγγενικά, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για ιδιότητες, αυτός που είναι [[έμφυτος]], [[σύμφυτος]], σε Τραγ.
|lsmtext='''ἐγγενής:''' -ές (γί-γνομαι,·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[έμφυτος]], [[εγγενής]], Λατ. [[indigena]], σε Ηρόδ., Αττ.· <i>θεοὶ ἐγγενεῖς</i>, οι θεοί της φυλής ή της χώρας, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που ανήκει στο ίδιο [[γένος]] με κάποιον [[άλλο]], [[συγγενικός]], σε Σοφ.· επίρρ. <i>-νῶς</i>, όπως οι συγγενείς, συγγενικά, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για ιδιότητες, αυτός που είναι [[έμφυτος]], [[σύμφυτος]], σε Τραγ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐγγενής:''' <b class="num">1)</b> туземный, местный (θεοί Aesch., Soph.): ἐ. [[κηδεία]] Eur. внутриплеменной брак;<br /><b class="num">2)</b> коренной, природный ([[Θηβαῖος]] Soph.; πολῖται Plut.);<br /><b class="num">3)</b> родственный, родной, близкий: [[κῆδος]] ἐγγενές Aesch. близкое родство;<br /><b class="num">4)</b> прирожденный, врожденный ([[πόνος]] Aesch.; [[νοῦς]] Soph.).
}}
}}