Anonymous

νήπιος: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 39: Line 39:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''νήπιος:''' -α (νη-, [[ἔπος]]), Ιων. -η, -ον, και -ος, -ον,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που δεν μιλάει [[ακόμη]], Λατ. [[infans]], σε Όμηρ.· <i>νήπια [[τέκνα]]</i>, [[βρέφος]] νήπιον, σε Ευρ.· επίσης, <i>νήπια</i>, νεαρά ζώα, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., αυτός που σκέφτεται σαν [[παιδί]], [[παιδιάστικος]], [[ανόητος]], [[άφρων]], σε Όμηρ., Ησίοδ.· αυτός που δεν προνοεί, σε Όμηρ., Αισχύλ.
|lsmtext='''νήπιος:''' -α (νη-, [[ἔπος]]), Ιων. -η, -ον, και -ος, -ον,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που δεν μιλάει [[ακόμη]], Λατ. [[infans]], σε Όμηρ.· <i>νήπια [[τέκνα]]</i>, [[βρέφος]] νήπιον, σε Ευρ.· επίσης, <i>νήπια</i>, νεαρά ζώα, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., αυτός που σκέφτεται σαν [[παιδί]], [[παιδιάστικος]], [[ανόητος]], [[άφρων]], σε Όμηρ., Ησίοδ.· αυτός που δεν προνοεί, σε Όμηρ., Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''νήπιος:''' <b class="num">1)</b> находящийся в младенческом возрасте, малолетний, маленький (τέκνα Hom.; [[βρέφος]] Eur.);<br /><b class="num">2)</b> неразумный Hom.;<br /><b class="num">3)</b> детский, т. е. слабый ([[βία]] Hom.).
}}
}}