Anonymous

χειρόω: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χειρόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i> ([[χείρ]])·<br /><b class="num">I.</b> [[φέρνω]] [[κάτι]] μέσα στο [[χέρι]] μου, [[καταφέρνω]], [[εξουσιάζω]] [[υποτάσσω]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II. 1.</b> συνηθέστερα σε Μέσ., μέλ. <i>-ώσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἐχειρωσάμην</i>, παρακ. <i>κεχείρωμαι</i>· [[νικώ]], [[καταβάλλω]], [[υποτάσσω]], σε Ηρόδ., Τραγ. κ.λπ.· [[αιχμαλωτίζω]], σε Ευρ.· ομοίως, <i>τήνδ' ἐχειρούμην ἄγραν</i>, [[γίνομαι]] [[κύριος]] αυτής της λείας, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[χωρίς]] την [[έννοια]] της βίας, [[τιθασεύω]], [[ημερώνω]], σε Ξεν. κ.λπ.<br /><b class="num">III.</b> <i>χειροῦμαι</i>, επίσης Παθ., υποτάσσομαι, κυριεύομαι, σε Τραγ.· μέλ. <i>χειρωθήσομαι</i>, σε Δημ.· αόρ. αʹ <i>ἐχειρώθην</i>, σε Ηρόδ., Σοφ.· παρακ. <i>κεχείρωμαι</i>, σε Αισχύλ., Θουκ.
|lsmtext='''χειρόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i> ([[χείρ]])·<br /><b class="num">I.</b> [[φέρνω]] [[κάτι]] μέσα στο [[χέρι]] μου, [[καταφέρνω]], [[εξουσιάζω]] [[υποτάσσω]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II. 1.</b> συνηθέστερα σε Μέσ., μέλ. <i>-ώσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἐχειρωσάμην</i>, παρακ. <i>κεχείρωμαι</i>· [[νικώ]], [[καταβάλλω]], [[υποτάσσω]], σε Ηρόδ., Τραγ. κ.λπ.· [[αιχμαλωτίζω]], σε Ευρ.· ομοίως, <i>τήνδ' ἐχειρούμην ἄγραν</i>, [[γίνομαι]] [[κύριος]] αυτής της λείας, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[χωρίς]] την [[έννοια]] της βίας, [[τιθασεύω]], [[ημερώνω]], σε Ξεν. κ.λπ.<br /><b class="num">III.</b> <i>χειροῦμαι</i>, επίσης Παθ., υποτάσσομαι, κυριεύομαι, σε Τραγ.· μέλ. <i>χειρωθήσομαι</i>, σε Δημ.· αόρ. αʹ <i>ἐχειρώθην</i>, σε Ηρόδ., Σοφ.· παρακ. <i>κεχείρωμαι</i>, σε Αισχύλ., Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''χειρόω:''' преимущ. med.<br /><b class="num">1)</b> завладевать, прибирать к рукам, захватывать (τὰς πόλιας πάσας Her.); захватывать в плен (τινα Eur., Xen.): κεχειρωμένος Aesch., Plat. пленный;<br /><b class="num">2)</b> побеждать, одолевать (τόξοις τινά Aesch.; τινα βίᾳ Xen. и πρὸς βίαν Soph., Arph.; τι λόγοις καὶ πράξεσι Plat.): χ. τινα ἑαυτῷ Thuc. подчинять себе кого-л.; χειρώσασθαι τῇ φιλοφροσύνῃ Plut. покорить любезным обхождением;<br /><b class="num">3)</b> пленять, увлекать (τοὺς ἀνθρώπους Luc.);<br /><b class="num">4)</b> умерщвлять, убивать (τινα Xen., Isocr.).
}}
}}