Anonymous

κέαται: Difference between revisions

From LSJ
2b
(5)
(2b)
Line 10: Line 10:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κέᾰται:''' κέᾰτο, Επικ. αντί <i>κεῖνται</i>· <i>ἔκειντο</i>, γʹ πληθ. ενεστ. και παρατ. του [[κεῖμαι]].
|lsmtext='''κέᾰται:''' κέᾰτο, Επικ. αντί <i>κεῖνται</i>· <i>ἔκειντο</i>, γʹ πληθ. ενεστ. και παρατ. του [[κεῖμαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''κέαται:''' эп.-ион. (= κεῖνται) 3 л. pl. praes. к [[κεῖμαι]].
}}
}}