Anonymous

συγκατακλίνω: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συγκατακλίνω:''' [ῑ], μέλ. <i>-κλῐνῶ</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[ξαπλώνω]] κάποιον μαζί με κάποιον [[άλλο]] — Παθ., [[πλαγιάζω]] μαζί με κάποιον, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> Παθ. επίσης, [[ξαπλώνω]] στο ίδιο [[ανάκλιντρο]] με κάποιον κατά το [[δείπνο]], στον ίδ.
|lsmtext='''συγκατακλίνω:''' [ῑ], μέλ. <i>-κλῐνῶ</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[ξαπλώνω]] κάποιον μαζί με κάποιον [[άλλο]] — Παθ., [[πλαγιάζω]] μαζί με κάποιον, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> Παθ. επίσης, [[ξαπλώνω]] στο ίδιο [[ανάκλιντρο]] με κάποιον κατά το [[δείπνο]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''συγκατακλίνω:''' (ῑ) класть вместе, укладывать рядом (τινά τινι Plut.): συγκατακλίνεσθαί τινι Arph. ложиться рядом с кем-л., Plut. возлежать рядом с кем-л. (за столом).
}}
}}