συγκατακλίνω
προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions
English (LSJ)
[ῑ],
A represent as lying with, τινὰ γαμετῇ Plu.2.655a, cf. Lib.Or.59.24:—Pass., lie with, Ar.Nu.49; συγκατακλιθέντες πλησιάζειν Arist.HA546a26; τινι with one, Clearch.6, Plu.2.138d.
2 make to lie with at table, νέῳ νέον ib.618e:—Pass., ᾄσεται ξυγκατακλινείς Ar. Ach.981 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 965] mit, zusammen, neben einander legen, pass. zusammen, daneben liegen, Ar. Nubb. 50 Ach. 943, bei Tische, Ath. VII, 289 d; τὴν νύμφην τῷ νυμφίῳ, Plut. praec. conj. p. 411, συνεκλίθη τινί, Symp. 1, 2, 3; συγκλιθήσεται, Xen. Eph. 1, 7.
French (Bailly abrégé)
faire coucher avec : τινά τινι une personne avec une autre ; Pass. coucher avec, τινι.
Étymologie: σύν, κατακλίνω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συγ-κατακλίνω, Att. ook ξυγκατακλίνω, alleen med. - pass. samen gaan liggen, samen naar bed gaan, seks.. Aristoph. Nub. 49. samen gaan aanliggen (aan tafel). Aristoph. Ach. 979.
Russian (Dvoretsky)
συγκατακλίνω: (ῑ) класть вместе, укладывать рядом (τινά τινι Plut.): συγκατακλίνεσθαί τινι Arph. ложиться рядом с кем-л., Plut. возлежать рядом с кем-л. (за столом).
Greek Monolingual
ΝΜΑ κατακλίνω, -ομαι]
μέσ. συγκατακλίνομαι
πλαγιάζω με κάποιον, κατακλίνομαι μαζί με άλλον
μσν.-αρχ.
βάζω κάποιον να πλαγιάσει ή να καθίσει με άλλον («τὴν Παυλῑναν... τῷ Μούνδῳ συγκατακλῖναι», Ζωναρ.)
αρχ.
1. βάζω κάποιον να καθίσει στο ίδιο ανάκλιντρο κατά το δείπνο
2. υποκλίνομαι ταυτοχρόνως με άλλον.
Greek Monotonic
συγκατακλίνω: [ῑ], μέλ. -κλῐνῶ,
1. ξαπλώνω κάποιον μαζί με κάποιον άλλο — Παθ., πλαγιάζω μαζί με κάποιον, σε Αριστοφ.
2. Παθ. επίσης, ξαπλώνω στο ίδιο ανάκλιντρο με κάποιον κατά το δείπνο, στον ίδ.
Greek (Liddell-Scott)
συγκατακλίνω: [ῑ], κατακλίνω τινὰ σύν τινι, τινὰ γαμετῇ Πλούτ. 2. 665Α. ― Παθ., πλαγιάζω μετά τινος, κατακλίνομαι ὁμοῦ, Ἀριστοφ. Νεφ. 49· συγκατακλιθέντες πλησιάζειν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 14, 23· τινι, μετά τινος, Πλούτ. 2. 138D, Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 516Β. 2) Παθ., ὡσαύτως, κατακλίνομαι ἐπὶ τοῦ αὐτοῦ ἀνακλίντρου μετ’ ἄλλου κατὰ τὸ δεῖπνον, ᾄσεται ξυγκατακλινεὶς Ἀριστοφ. Ἀχ. 981.
Middle Liddell
fut. -κλῐνῶ
1. to make to lie with: — Pass. to lie together, Ar.
2. Pass., also, to lie on the same couch with another at table, Ar.