Anonymous

χρηματιστικός: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χρημᾰτιστικός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή ταιριάζει στην [[απόκτηση]] χρημάτων, ὁ [[χρηματιστικός]], [[άνθρωπος]] που ασχολείται με [[απόκτηση]] χρημάτων, σε Πλάτ.· χρηματιστικὸς [[οἰωνός]], [[οιωνός]] που προμηνεύει χρήματα, σε Ξεν.· <i>τὸ χρηματιστικόν</i>, η εμπορική [[τάξη]], σε Αριστ.· <i>ἡ χρηματιστική</i> (ενν. [[τέχνη]]), η [[τέχνη]] να αποκτά [[κανείς]] χρήματα, [[εμπόριο]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''χρημᾰτιστικός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή ταιριάζει στην [[απόκτηση]] χρημάτων, ὁ [[χρηματιστικός]], [[άνθρωπος]] που ασχολείται με [[απόκτηση]] χρημάτων, σε Πλάτ.· χρηματιστικὸς [[οἰωνός]], [[οιωνός]] που προμηνεύει χρήματα, σε Ξεν.· <i>τὸ χρηματιστικόν</i>, η εμπορική [[τάξη]], σε Αριστ.· <i>ἡ χρηματιστική</i> (ενν. [[τέχνη]]), η [[τέχνη]] να αποκτά [[κανείς]] χρήματα, [[εμπόριο]], σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''χρημᾰτιστικός:''' <b class="num">1)</b> предназначенный для совещаний ([[σκηνή]], [[πυλών]] Polyb.);<br /><b class="num">2)</b> стяжательский, торговый, деловой ([[γένος]] Plat.);<br /><b class="num">3)</b> предвещающий богатство ([[οἰωνός]] Xen.).<br /><b class="num">II</b> ὁ искатель наживы, делец Plat.
}}
}}