Anonymous

στείβω: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''στείβω:''' Επικ. παρατ. <i>στεῖβον</i>, μέλ. <i>-ψω</i>, αόρ. αʹ <i>ἔστειψα</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[ποδοπατώ]], [[καταπατώ]], [[τσαλαπατώ]], σε Όμηρ.<br /><b class="num">2.</b> με σύστ. αιτ., [[πατώ]] ή [[βαδίζω]] σε έναν δρόμο, σε Ευρ.· επίσης, <i>χορούς στείβειν</i>, [[κινώ]] ρυθμικά τα πόδια μου χορεύοντας, στο ίδ.<br /><b class="num">3.</b> απόλ., [[πατώ]], [[βαδίζω]].<br /><b class="num">II.</b> [[καταπατώ]], στην Παθ., σε Θεόκρ.· <i>αἱ στειβόμεναι ὁδοί</i>, οι δρόμοι που έχουν πατηθεί, σε Ξεν.
|lsmtext='''στείβω:''' Επικ. παρατ. <i>στεῖβον</i>, μέλ. <i>-ψω</i>, αόρ. αʹ <i>ἔστειψα</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[ποδοπατώ]], [[καταπατώ]], [[τσαλαπατώ]], σε Όμηρ.<br /><b class="num">2.</b> με σύστ. αιτ., [[πατώ]] ή [[βαδίζω]] σε έναν δρόμο, σε Ευρ.· επίσης, <i>χορούς στείβειν</i>, [[κινώ]] ρυθμικά τα πόδια μου χορεύοντας, στο ίδ.<br /><b class="num">3.</b> απόλ., [[πατώ]], [[βαδίζω]].<br /><b class="num">II.</b> [[καταπατώ]], στην Παθ., σε Θεόκρ.· <i>αἱ στειβόμεναι ὁδοί</i>, οι δρόμοι που έχουν πατηθεί, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''στείβω:''' (преимущ. praes. и impf.; эп. impf. στεῖβον; pf. pass. ἐστίβημαι)<br /><b class="num">1)</b> топтать, попирать (νέκυας Hom.): κέλευθον ποδὶ σ. Eur. идти по дороге;<br /><b class="num">2)</b> втаптывать (εἵματα ἐν βόθροισι Hom.);<br /><b class="num">3)</b> утаптывать ([[ποσί]] τι Anth.): οἱ στειβόμεναι ὁδοί Xen. большие дороги;<br /><b class="num">4)</b> ходить, бродить (κατὰ πέτρης κάρηνα HH); мчаться, нестись (κύνες στείβουσι Eur.).
}}
}}