Anonymous

νύχιος: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''νύχιος:''' [ῠ], -α, -ον και -ος, -ον, [[νυχτερινός]],<br /><b class="num">1.</b> λέγεται για πρόσωπα, αυτός που έχει [[ενασχόληση]] τη [[νύχτα]], σε Ησίοδ., Αισχύλ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πράγματα, αυτός που συμβαίνει [[νύχτα]], σε Σοφ., Ευρ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για τόπους, [[σκοτεινός]] όπως η [[νύχτα]], [[ζοφερός]], σε Αισχύλ., Ευρ.
|lsmtext='''νύχιος:''' [ῠ], -α, -ον και -ος, -ον, [[νυχτερινός]],<br /><b class="num">1.</b> λέγεται για πρόσωπα, αυτός που έχει [[ενασχόληση]] τη [[νύχτα]], σε Ησίοδ., Αισχύλ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πράγματα, αυτός που συμβαίνει [[νύχτα]], σε Σοφ., Ευρ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για τόπους, [[σκοτεινός]] όπως η [[νύχτα]], [[ζοφερός]], σε Αισχύλ., Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''νύχιος:''' (ῠ)<b class="num">1)</b> ночной (ὄνειροι Eur.; φθέγματα Soph.; ν. ἢ καθ᾽ ἡμέραν Eur.): ν. ἦλθε Aesch. он явился в ночное время; ἐκτέταται ν. Soph. он вытянулся (словно) объятый ночным сном;<br /><b class="num">2)</b> мрачный, темный (ἅλς Eur.; [[χάος]] Arph.): ὑπὸ μέλαθρα νύχια Eur. под мрачные своды (подземного царства).
}}
}}